Οι φίλοι αναγνώστες που μετακινούνται με το μετρό θα με καταλάβουν. Ολος ο Οκτώβριος, όπως και πέρυσι, είναι γεμάτος εκδηλώσεις με αφορμή την επέτειο της Απελευθέρωσης από τις ναζιστικές δυνάμεις το 1944. Μεγάλο μέρος των εκδηλώσεων προαναγγέλλεται σε οθόνες του μετρό. Ακόμη μεγαλύτερο μέρος έχει πολύμορφες διαστάσεις, από ιστορικούς περιπάτους και ξεναγήσεις μέχρι εκθέσεις. Πολλά εκτυλίσσονται σε δημόσιο χώρο. Τα παραπάνω συνοδεύονται από το στερεοτυπικό: «Είμαστε η μόνη χώρα που εορτάζουμε την είσοδό μας στον πόλεμο και όχι το τέλος του». Η τάση αναθεώρησης όλων αυτών δείχνει να ενισχύεται τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με εν γένει αναθεωρήσεις ιστορικών γεγονότων και διαδικασιών.

Ώς εδώ όλα καλά. Τίθενται όμως ορισμένα ερωτήματα για τη «νέα άνοιξη» της ιστοριογραφίας. Με αφορμή πάντα τα της Απελευθέρωσης. Αν οι νέοι ιστορικοί θεωρούν αδιανόητο να εορτάζεις την είσοδο σε έναν πόλεμο αφού αυτός επέφερε δεινά και άρα πώς γίνεται να τον εορτάζεις, γιατί αντίστοιχα απαιτούν να εορτάζουμε την Απελευθέρωση όταν αυτό που ακολούθησε ήταν τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος;

Επιμένουν επίσης πως η επέτειος του Οχι καθιερώθηκε και επιβλήθηκε ως απότοκος της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης. Κι όμως αρχικά εορτάστηκε μέσα στον πόλεμο και μάλιστα ως πρωτοβουλία της ΕΠΟΝ το 1942. Ακόμη ένα ερώτημα: αλήθεια, αν πρέπει να εορτάζεται μόνο η συναινετική Απελευθέρωση, ποια ημερομηνία είναι η σωστή; Η 12η Οκτωβρίου 1944 ή η 18η Οκτωβρίου που είχαμε έπαρση της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη από τον Γεώργιο Παπανδρέου ή ακόμη όταν έφυγε και ο τελευταίος γερμανός κατακτητής από τη χώρα μας;

Για να μην παρεξηγηθώ. Με αυτές τις σκέψεις, απλώς θέλω να υπενθυμίσω πως η Ιστορία δεν μπορεί να κινείται βάσει συσχετισμών. Ο λαός επέλεξε να εορτάζει το Οχι την 28η Οκτωβρίου. Αν αυτό επελέγη και από το επίσημο κράτος δεν σημαίνει πως όποιος εορτάζει είναι και εθνικόφρων. Οι αναθεωρήσεις της Ιστορίας, είναι αναγκαίες και πολύτιμες. Πριν από μερικά χρόνια οι πολιτικοί επιστήμονες Καλύβας – Μαραντζίδης άρχισαν να ηγούνται ενός ρεύματος που ξαναμελετούσε τον Εμφύλιο από τη σκοπιά των νικητών και κατά των «μύθων της Αριστεράς». Παρά τα προβλήματα στη μεθοδολογία τους –ο διάλογος άρχισε σε τούτη την εφημερίδα και στο «Βιβλιοδρόμιο» –συνέβαλαν σε έναν εν γένει αναστοχασμό γύρω από θέματα ταμπού. Αναζωπύρωσαν την αντιπαράθεση των ιδεών. Σήμερα, η αναθεώρηση για την Απελευθέρωση ή άλλα ζητήματα (νέα τάση είναι ο διάλογος για το 1915) είναι προφανώς κατανοητή. Οχι όμως ως εκβιαστική επιτέλεση αλλά ως ανοιχτή διαδικασία διαλόγου.