Ηταν ζήτημα χρόνου να αναζητήσει μικρόφωνο η βαθιά φαντασίωση της κατάληψης. Την είχαμε αφήσει στην Υπατία, τότε που οι αλληλέγγυοι πρωταγωνίστησαν στην αντιμνημονιακή φάρσα της απεργίας πείνας 300 μεταναστών. Την ξαναβρήκαμε μπροστά μας στην Κερατέα –και στην κάθε συμβολική Κερατέα -, όπου το σύνθημα της πολιτικής ανυπακοής λειτούργησε υπερταξικά δίνοντας χάρη σε παθογένειες του ελληνικού κράτους εκ συστάσεώς του. Το δίκιο δεν ανήκε στην κοινότητα αλλά στο τιμάριο, στο τσιφλίκι του καθενός. Για να το κατακτήσει ο λαός, το κράτος τού παραχωρούσε μεγαλοπρεπώς και τα τελευταία τετραγωνικά χιλιόμετρα αυτοδικίας.

Η «κανονικοποίηση» των καταλήψεων που ζητάει ο Γιώργος Κυρίτσης έχει τις ρίζες της στις δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα το 2012. Η Κερατέα παρομοιαζόταν τότε με γαλατικό χωριό και «πρώιμο αντιμνημονιακό μοντέλο». Και οι κάτοικοι της Λαυρεωτικής, με ψυχωμένους αντιστασιακούς που έκαναν κατάληψη στα σχέδια του ενδοτικού κράτους να κλείσει τις παράνομες χωματερές.

Η «μνημονιοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ έθαψε εκείνες τις δηλώσεις κάτω από το χαλί, αλλά όχι και τη σύνδεση με τους απανταχού πυρήνες καταληψιών. Το Αριστοτέλειο ανέδειξε το στρατηγικό αδιέξοδο: α λα καρτ «νόμος και τάξη» δεν ισχύει. Η φαντασίωση για να τραφεί –και να θρέψει τα δικά της παιδιά –απεχθάνεται τις προϋποθέσεις. Γι’ αυτό και η ρουκέτα Κυρίτση. Γι’ αυτό και η έκκληση της Σίας Αναγνωστοπούλου. Ανάμεσα στις μυλόπετρες των εργασιακών και του ΔΝΤ, τα στελέχη καίνε πυροτεχνήματα για να σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται από την πίσω πλευρά της ατζέντας. Αλλά τι ωφελεί να κερδίσεις τους καταληψίες ψηφοφόρους και να χάσεις την ψυχή σου;