Η σκηνή είναι από τους «Ιππότες της ελεεινής τραπέζης» των Μόντι Πάιθον και τη θυμήθηκε ο Γκάμπι Χίνσλιφ στην «Γκάρντιαν»: είναι η συνάντηση στο δάσος του βασιλιά με τον μαύρο ιππότη. Οι δυο τους αρχίζουν να ξιφομαχούν, ο βασιλιάς κόβει το ένα χέρι του ιππότη αλλά εκείνος τον προκαλεί να συνεχίσουν τη μονομαχία, του κόβει και το δεύτερο, ο ιππότης επιμένει, έπειτα του κόβει το ένα πόδι, στο τέλος και το άλλο. Ακόμη και χωρίς άκρα όμως ο μαύρος ιππότης δεν το βάζει κάτω: «Γύρνα πίσω, δειλέ!» φωνάζει στον βασιλιά ενώ εκείνος απομακρύνεται με τον υπηρέτη του.

Αν το διαβρωτικό χιούμορ των Μόντι Πάιθον έφτασε ώς την πολιτική, το οφείλει στον Τζέρεμι Κόρμπιν: τον ηγέτη που επιμένει να μην παραιτείται από τη μάχη παρά τους 28 υπουργούς που εγκατέλειψαν τη σκιώδη κυβέρνησή του και τους 172 από τους 225 βουλευτές του κόμματός του που απέσυραν την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό του. Η επιμονή δεν είναι ανεξήγητη –δεν είναι απλό να αφήσεις την εξουσία έπειτα από τρεις δεκαετίες στο περιθώριο, γράφει πάλι η «Γκάρντιαν». Αλλά ακόμη και ως ευεξήγητη, δεν παύει να προκαλεί μια απορία: τι να την κάνει την εξουσία ένας ηγέτης σχεδόν ασώματος από τα πολλά χτυπήματα; Και πού εξαντλείται η δημοκρατική του ευαισθησία;

Είναι μια απορία που προκαλείται πλέον κι εδώ. Το ερώτημα κάποτε ήταν τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία –είχε σχέδιο διακυβέρνησης όταν ζητούσε επίμονα εκλογές; Το ερώτημα τώρα είναι τι θα κάνει για μην την εγκαταλείψει ποτέ. Πόσοι εκλογικοί νόμοι, πόσες συνταγματικές αναθεωρήσεις και πόσες καταγγελίες των συστημικών μέσων και των δημοσκοπήσεων θα χρειαστούν για να γίνει αυτή η σχέση ολοκληρωτική, σχεδόν παντοτινή; Μία απάντηση δίνει σήμερα ο ασώματος Κόρμπιν. Αλλά μία έχει δώσει κι ο αυταρχικός Πούτιν.