Ανάμεσα στις πολλές υπαρξιακές προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η Ευρωπαϊκή Ενωση –τους πρόσφυγες, τους λαϊκιστές πολιτικούς, τη γερμανικής έμπνευσης λιτότητα, την κυβερνητική χρεοκοπία στην Ελλάδα και ίσως στην Πορτογαλία -, μια κρίση φαίνεται να φτάνει στο τέλος της: η Βρετανία δεν θα φύγει από την ΕΕ. Η βεβαιότητα αυτής της πρόβλεψης μπορεί να μοιάζει αντιφατική σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν ότι περίπου το 50% των Βρετανών είναι υπέρ της εξόδου. Και το «έξω» μπορεί να ενισχυθεί για λίγο ακόμη εάν γελοιοποιήσουν οι ευρωσκεπτικιστές τη «νέα συμφωνία» ανάμεσα στη Βρετανία και την ΕΕ.

Παρ’ όλα αυτά, ήρθε μάλλον η ώρα για τον κόσμο να σταματήσει να ανησυχεί. Τόσο το πολιτικό όσο και το οικονομικό σκέλος του ζητήματος εγγυώνται ότι οι βρετανοί ψηφοφόροι θα επιλέξουν την παραμονή στην ΕΕ, αν και αυτή η στάση δεν θα φανεί παρά μόνο λίγες εβδομάδες ή και ημέρες πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Ας ξεκινήσουμε από την πολιτική για να το αντιληφθούμε. Μέχρι τη συμφωνία, το λόμπι του «έξω» απολάμβανε το μονοπώλιο της προσοχής της κοινής γνώμης. Ο ίδιος ο Κάμερον δεν είχε λόγο να συγκρουστεί με τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του όσο δεν γινόταν απαραίτητο κάτι τέτοιο. Αντιστοίχως, η ηγεσία των Εργατικών και ο επιχειρηματικός κόσμος δεν είχαν λόγο να υπερασπιστούν μια συμφωνία με την ΕΕ που ο ίδιος ο Κάμερον δεν ήταν έτοιμος να υποστηρίξει. Οσο όμως πλησιάζει το δημοψήφισμα, αυτή η κατάσταση θα αλλάξει. Και μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα ότι τα βρετανικά μέσα και ο επιχειρηματικός κλάδος θα ακολουθήσουν κυρίως λόγω των οικονομικών συμφερόντων τους. Για παράδειγμα, ο Ρούπερτ Μέρντοκ, του οποίου οι εφημερίδες κυριαρχούν στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης, χρειάζεται την ενιαία αγορά της ΕΕ για να εδραιώσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στον τομέα της δορυφορικής τηλεόρασης στη Βρετανία, τη Γερμανία και την Ιταλία.

Ο οικονομικός λόγος για τον οποίο πρέπει να αγνοήσουμε τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις είναι ο εξής: μόνο όταν αρχίσουν να συζητούνται σοβαρά το κόστος και τα οφέλη της εξόδου από την ΕΕ –κι αυτή η συζήτηση δεν θα γίνει παρά λίγες εβδομάδες πριν από το δημοψήφισμα -, τότε οι ψηφοφόροι θα καταλάβουν ότι το Brexit θα έχει τεράστιο οικονομικό κόστος για τη Βρετανία και κανένα πολιτικό όφελος. Επειτα, το βασικό οικονομικό επιχείρημα του στρατοπέδου του «έξω» –ότι το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα της Βρετανίας είναι ένα μυστικό όπλο επειδή η ΕΕ θα χάσει περισσότερα από τη Βρετανία σε περίπτωση κατάλυσης των εμπορικών σχέσεων –είναι απολύτως λανθασμένο. Η Βρετανία θα πρέπει να διαπραγματευτεί την είσοδο των βιομηχανιών της στην ενιαία αγορά, ενώ οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες θα απολαμβάνουν απεριόριστα δικαιώματα πώλησης στην αγορά της Βρετανίας χάρη στους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν η πρώτη που είχε αντιληφθεί ότι η ειδίκευση της Βρετανίας στις υπηρεσίες –όχι μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά και στα μίντια, την αρχιτεκτονική, τη φαρμακευτική έρευνα κ.λπ. –καθιστούσε την ένταξη στην ΕΕ αποφασιστικής σημασίας. Αντίθετα, για τη Γερμανία, την Ιταλία ή τη Γαλλία δεν έχει μεγάλη διαφορά εάν η Βρετανία είναι μέλος της ΕΕ ή του ΠΟΥ. Ή μάλλον η Αγγλία, δεδομένου ότι η Σκωτία θα εγκαταλείψει τη Βρετανία για να επανενταχθεί στην ΕΕ…

Ο Ανατόλ Καλέτσκι είναι ρωσοβρετανός οικονομολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Capitalism 4.0, The Birth of a New Economy»