Σε έναν από τους Διαλόγους του Πλάτωνα, τον «Φαίδρο», ο Σωκράτης συζητάει με έναν μαθητή του περί ρητορικής. Του αναφέρει τον μύθο του λύκου και του αρνιού, κατά τον οποίο τα δύο ζώα πίνουν νερό σε ένα ποτάμι. Ο λύκος από ένα σημείο κοντά στις εκβολές του ποταμιού, το αρνί από ένα άλλο χαμηλότερο. Κάποια στιγμή ο λύκος λέει στο αρνί: « Λερώνεις το νερό που πίνω. Πώς θα πιω τώρα εγώ;». «Αυτό δεν είναι δυνατόν αφού εγώ πίνω ύστερα από εσένα» απαντά το αρνί. Ωστόσο ο λύκος συνεχίζει απτόητος να παριστάνει τον αδικημένο: «Ναι αλλά τους τελευταίους έξι μήνες τριγυρίζεις στο δάσος και λες τα χειρότερα για μένα». «Μα ούτε αυτό είναι δυνατόν» διαμαρτύρεται το αρνί, «γιατί εγώ γεννήθηκα πριν από μόλις δύο μήνες». Ο λύκος όμως είναι αποφασισμένος να παίξει μέχρι τέλους τον ρόλο του θύματος: «Και αν δεν το κάνεις εσύ, το κάνουν οι γονείς σου που είναι πολύ χειρότερο». Και κάνει μια χαψιά το αρνί.

Με αυτό τον μύθο περιγράφει ο Πλάτωνας τη θυματοποίηση, που την αναφέρει ως τη ρητορική του καταχραστή. Γιατί ο λύκος είναι αποφασισμένος από την αρχή να κατασπαράξει το αρνί. Ζητάει όμως ένα άλλοθι για να επικυρώσει την πράξη του ως επιβολή δικαιοσύνης. Πολλούς αιώνες μετά ήρθε ο θείος Ζίγκμουντ για να κατοχυρώσει και ψυχαναλυτικά τον μύθο του «Φαίδρου» βάζοντας, ανάμεσα στον λύκο και το αρνί, και τον μεγάλο Αλλο. Την ηθική και τη συνείδηση. Οι «λύκοι» αυτού του κόσμου πρέπει να δικαιωθούν στα μάτια του Αλλου ώστε να κοιμούνται ήσυχοι. Είναι μόνο δική μου ιδέα ότι αυτή η ψυχαναλυτικά ερμηνευμένη ρητορική έχει τον τελευταίο χρόνο εργαλειοποιηθεί στον πολιτικό λόγο; Τόσο των πολιτικών όσο και των πολιτών. Δεν φταίμε εμείς, φταίνε οι Ευρωπαίοι. Δεν φταίνε οι πολιτικοί, φταίνε οι δημοσιογράφοι. Δεν φταίνε οι τωρινοί, φταίνε οι προηγούμενοι. Δεν φταίνε οι προηγούμενοι, φταίνε οι προπροηγούμενοι. Λίγο ακόμη και θα ψάχνουμε την καυτή πατάτα των μνημονίων στις πατάτες του Καποδίστρια.

Πώς το είπε ο Γιάνης Βαρουφάκης στον δημοσιογράφο που του καταλόγισε ευθύνες για τα capital controls, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν να του καταβληθεί ο μισθός του; «Αυτό συμβαίνει επειδή δύσμοιροι, απρόσωποι γραφειοκράτες, που καθοδηγούνται από δεξιούς πολιτικούς που δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα των χωρών τους, έκλεισαν τις τράπεζές μας και μας επέβαλαν έλεγχο κεφαλαίων». Ολόκληρη η φράση είναι ένας μπαξές αναφορών που θα έκανε τριάντα ενωμένους ψυχοθεραπευτές να τρίβουν τα χέρια τους.

Γενικότερα τους τελευταίους μήνες η πολιτική ερμηνεύεται με όρους ψυχανάλυσης. Με καμάρι είπε τις προάλλες σε τηλεοπτική συνέντευξη ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς ότι επί των ημερών «της πρώτη φορά Αριστεράς» ο ελληνικός λαός έχει εντόνως πολιτικοποιηθεί. Δεν είμαι τόσο σίγουρη. Απλώς για να κατανοήσει ή ακόμη και να αρθρώσει κάποιος πολιτικό λόγο δεν χρειάζονται πλέον ούτε γνώσεις ούτε εμπειρία. Τα επιχειρήματα μπήκαν στην άκρη. Σπανίως λέγονται και ακόμη σπανιότερα πείθουν. Τα πάντα συντελούνται στις γειτονιές του θυμικού. Οικείες σε όλους μας. Εκεί όπου συνωθούνται συναισθήματα και παρορμήσεις προβοκάροντας το «αντίπαλον δέος», τη λογική. Το πρόταγμα είναι πλέον το συναίσθημα. Δεν έχει σημασία τι πράττεις, αλλά σε ποια ψυχική κατάσταση είσαι όταν το πράττεις. Δεν κρίνεται το αποτέλεσμα αλλά η διάθεση. Υπογράφουμε αλλά πονάμε. Συμβιβαζόμαστε αλλά δεν είμαστε συμβιβασμένοι. Οι αγρότες είναι εγωιστές. Οι μεταλλωρύχοι δεν έχουν συνείδηση. Εχθροί παντού. Κι εγώ έχω τα νεύρα μου από οκτώ χρονών.

Με όση ψυχραιμία και νηφαλιότητα μας έχει (αν μας έχει) απομείνει, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η χώρα έχει εδώ και καιρό ξαπλώσει στο ντιβάνι τού (απόντος μέχρι στιγμής) ψυχαναλυτή. Με τους μεν να δαιμονοποιούν τους δε και όλοι μαζί να τα βάζουμε με τον κακό μας τον καιρό. Φοβάμαι ότι απάντηση στο ερώτημα «τις πταίει;» δεν θα πάρουμε ποτέ. Γιατί είναι από τα ερωτήματα που δεν απαντώνται αν πρώτα δεν αναλάβουμε οι ίδιοι τις ευθύνες μας. Ετσι, μόνο ως υπόκρουση από το παρελθόν, θυμάμαι ένα τραγούδι από το Ελεύθερο Θέατρο: «Δεν φταίω εγώ, φταίει η αλήθεια που τσακίζει σαν φτερό. Δεν φταίω εγώ, φταίει ένα αίσθημα σε στυλ τουρκομπαρόκ».