Από μικρή δεν ένιωθα άνετα στις ανακρούσεις του εθνικού ύμνου. Ηταν η κόψη του σπαθιού που με βια μετρούσε τη Γη και νόμιζα ότι θα μου άνοιγε το κεφάλι, η αμηχανία της ακίνητης προσοχής, τα άγουρα μαθητικά χρόνια επί χούντας, τέλος πάντων, δεν το ‘χα. Μια φορά στη ζωή μου έχω τραγουδήσει τον εθνικό ύμνο, με το χέρι υψωμένο σε γροθιά λες και θα καταλάμβανα τη Βαστίλη (καλή της ώρα!). Στο στάδιο Ντα Λουζ της Λισαβόνας τον Ιούλιο του 2004, πριν από τον αγώνα της Εθνικής μας στον τελικό του Ευρωπαϊκού. Οταν συνειδητοποίησα τι κάνω, κατέβασα το χέρι και φρούμαξα στη θέση μου.

Ωστόσο καθώς έβλεπα στο βίντεο, προχθές Σάββατο, τους ανθρώπους που από μια τυχαία συμπαντική συγκυρία είχαν γλιτώσει τον θάνατο, να βγαίνουν συντεταγμένοι από το Stade de France τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα», κεφαλαιοποίησα τη συναισθηματική φόρτιση από το μακελειό της Παρασκευής. Και το βράδυ όταν ο Στάθης Λιβαθηνός, στην πρεμιέρα της «Μάγκντα Γκαίμπελς» στο Εθνικό, μας ζήτησε να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή έπιασα τον εαυτό μου να τραγουδάει στα μουγκά το «Allons enfants». Το ίδιο και αργότερα έξω από τη γαλλική πρεσβεία. Από την Παρασκευή δεν είναι απλώς ο γαλλικός εθνικός ύμνος. Είναι το τραγούδι της αντίστασης στον φόβο που μάθαμε να ξορκίζουμε με τον ορθολογισμό του δυτικού πολιτισμού. Ο παιάνας στα λόγια του Ουγκό ότι τη στιγμή του πανικού φοβάται εκείνους που φοβούνται. Ετσι, οι εθνικοί ύμνοι των λαών της Ευρώπης δεν μου προκαλούν πλέον αμηχανία. Γιατί απέκτησαν καινούργιο νόημα.