Είχα ρωτήσει πριν από χρόνια έναν επιφανή έλληνα επιστήμονα και διανοούμενο, μεγαλοαστό, εκπρόσωπο της λεγόμενης «πεφωτισμένης Δεξιάς» όπως την είχε προσδιορίσει η Ελένη Βλάχου, αν όντως, σύμφωνα με την ισχύουσα άποψη, την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές. «Την Ιστορία δεν την γράφουν ούτε οι νικητές ούτε οι ηττημένοι, την γράφουν οι διανοούμενοι» μου είχε πει «και γι’ αυτό τον λόγο στην Ελλάδα δικαιούται να τη γράφουν οι αριστεροί». Ετσι είχε καταγραφεί, δικαίως ή αδίκως, στη συλλογική συνείδηση η σχέση της Αριστεράς με τη διανόηση, ακόμη και αν αυτό αδικούσε δεξιούς διανοούμενους. Στην έκπτωσή της αυτή η άποψη εκφραζόταν με το προβοκατόρικο «κουλτουριάρηδες» που παρέπεμπε σε αριστερούς. Εκτός τούτου, ο αρχικός Συνασπισμός ήταν «της Αριστεράς και της Προόδου» –τι πάω και θυμάμαι τώρα…

Και όμως, το χθεσινό ρεσιτάλ από τον Νίκο Φίλη λαϊκίστικης απαξίωσης με αποχρώσες ενδείξεις ταξικού μίσους για τους γονείς που θέλουν να επενδύσουν στη μόρφωση των παιδιών τους ήταν σχεδόν αναμενόμενο από υπουργό μιας κυβέρνησης που θεωρεί την αριστεία ρετσινιά. Ο υπουργός Παιδείας δεν έχει καιρό φαίνεται να αναλογιστεί ότι η μαγιά της ελληνικής κοινωνίας χάλασε όταν ο αγρότης ή εργάτης πατέρας που ονειρευόταν να γίνει το παιδί του επιστήμονας παρέδωσε τη σκυτάλη σε εκείνον που ήθελε απλώς να πλουτίσει το βλαστάρι του. Ούτε βέβαια ότι ο πιο ουσιαστικά πολιτικός στίχος είναι αυτός του παραδοσιακού βιθυναϊκού τραγουδιού που λέει «Σ’ τό ‘πα και σ’ το ξαναλέω/ μη μου γράφεις γράμματα/ γιατί γράμματα δεν ξέρω/ και με πιάνουν κλάματα».