Χθες συμπληρώθηκαν 11 χρόνια από τότε που «την έκανε» ο Βλάσης Μπονάτσος. Εχοντας δουλέψει και κάνει παρέα μαζί του, αναλογίζομαι σήμερα τον συμβολισμό της βίαιης αναχώρησης του «Γαρύφαλλου» (η πρώτη επιτυχία του ως μέλους των Πελόμα Μποκιού) εκείνο το ξημέρωμα του 2004. Οταν η Ελλάδα ζούσε ακόμη μεθυσμένη από τη φρεναπάτη του θαύματος των Ολυμπιακών Αγώνων. Συνεργαστήκαμε τη δεκαετία του 1990, στα χρυσά χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης, την εποχή των υπέρογκων αμοιβών και των υπερτροφικών τηλεοπτικών Εγώ. Εχοντας ήδη τότε τρακάρει μετωπικά με την υστερική αυτοαναφορικότητα τηλεαστέρων, η εξαντλητική εφηβικότητά του εκτόνωνε τις εξάρσεις που αναπτύσσονταν στην καλπάζουσα προς την ουτοπία σόουμπιζ. Δεν τον ενδιέφερε ποιος θα ήταν καλεσμένος στην εκπομπή, κοιμόταν στις συσκέψεις και, όταν οι υπόλοιποι ανεβάζαμε τους τόνους, τραγουδούσε για να μας υποδείξει τη ματαιότητα της έντασης. Είχε έναν τρόπο που σε έκανε να του συγχωρείς τα πάντα. Ακόμη και τη φορά που με έστησε σε συνέντευξη με τη Βουγιουκλάκη και πήρα εγώ τον ρόλο του, ντουμπλάροντας μετά εκείνος τις ερωτήσεις. Εκ των υστέρων, όμως, συνειδητοποιούσες ότι καλά έκανες και τον συγχωρούσες.

Ο Βλάσης αντιπροσώπευε την εφηβεία της νεοελληνικής κοινωνίας, που τέλειωσε σχεδόν μαζί του. Μελαγχολώ που λείπει, χαίρομαι όμως που δεν πρόλαβε να δει τη βίαιη ενηλικίωσή της. Δεν θα την άντεχε. Εσύ Γαρύφαλλε, τελικά έφυγες ούτε νωρίς ούτε αργά. Εφυγες ακριβώς στην ώρα σου.