Καθώς η χώρα διολισθαίνει σε δύσβατο πολιτικό δρόμο με πολλές αβεβαιότητες, πρέπει να δούμε ξανά την ευρύτερη εικόνα. Αφετηρία είναι το νέο, τρίτο κατά σειρά «Μνημόνιο συνεννόησης» με τους εταίρους στην ΕΕ για την πολιτική οικονομικής προσαρμογής 2015-2018. Το Νέο Μνημόνιο βασίζεται, όπως τα προηγούμενα, σε μια αντικρατικιστική αντίληψη. Τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις που προβλέπει ανταποκρίνονται στην αδήριτη ανάγκη για βαθιές θεσμικές αλλαγές στη χώρα και για επιστροφή στην ανάπτυξη: εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της αδιάκοπης συσσώρευσης χρεών, τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού, την απόσυρση του κράτους από την παραγωγή μέσω των ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ.

Ολα αυτά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την οικονομική και πολιτική φιλοσοφία που καθόριζε τη δράση του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το βράδυ του δημοψηφίσματος. Πρόκειται για ιδεολογική – προγραμματική εγκατάλειψη του λαϊκισμού που πάντως δεν είναι βέβαιο αν θα διαρκέσει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε προετοιμασθεί για έναν πραγματικό θεσμικό εκσυγχρονισμό με φιλελεύθερο (και κοινωνικό!) πρόσημο. Ουσιαστικά, είχε γίνει ένα πολυσυλλεκτικό μόρφωμα με πολλές δημαγωγικές εκτροπές. Υπηρετούσε έναν ασαφή φαντασιακό στόχο υποσχόμενος να ικανοποιήσει αθροιστικά και αδιάκριτα όλες τις απαιτήσεις κοινωνικών ομάδων και συντεχνιών. Απέδιδε την κρίση απλοϊκά στην έλλειψη εθνικής ανεξαρτησίας (και στα Μνημόνια) και απαιτούσε ανάλογα απαλλαγή από αυτά και από το πλέγμα κανόνων που ρυθμίζουν τις διακρατικές σχέσεις, κυρίως στο πλαίσιο της ΕΕ. Από οικονομική άποψη είχαμε βιώσει αυτά όλα τη δεκαετία του ’80.

Ιδεολογικά και προγραμματικά η Αριστερά παραγνώριζε την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Κάθε επίκληση στην ρεαλισμό ήταν μάταιη και, στα μάτια της, ύποπτη ότι εξυπηρετούσε «κάποια» συμφέροντα του εσωτερικού ή του εξωτερικού. Τα στελέχη της (με εξαιρέσεις) παρανοούσαν συστηματικά προειδοποιήσεις ή έστω αμφιβολίες από ανθρώπους της γνώσης και προσέφευγαν στη σοφία τροτσκιστών και άλλων.

Ας προσθέσουμε ότι τα στελέχη δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τι συνέβαινε στην Ευρώπη, πώς εξελισσόταν το σύστημα συνεργασίας εκεί –οι θεσμοί και οι πολιτικές του -, τι επιπτώσεις είχαν για την εθνική πολιτική και τούμπαλιν τι αντιδράσεις σε αυτό το πλέγμα θα προκαλούσαν εθνικοί χειρισμοί. Η λογική τού «λαθρεπιβάτη» (free rider) είχε διεισδύσει ύπουλα και ανεπαίσθητα στον πολιτικό λόγο της Αριστεράς, αν και όχι μόνο εκεί. Υπήρχε μια ισχυρή δόση ανεδαφικότητας ως προς τις δυνατότητες της χώρας, όπως αναγνώρισε ο Γιάννης Δραγασάκης. Το αποτέλεσμα ήταν να αναγκασθεί να διαπραγματευθεί στη συνέχεια από πολύ χειρότερη θέση, καθώς η οικονομία είχε υποστεί υφεσιακή υποτροπή. Ακολούθησαν οι επόμενες εκπλήξεις –το νέο Μνημόνιο και οι όροι της δανειακής σύμβασης. Ηταν η αναπόφευκτη προσαρμογή σε εξωτερικά και εσωτερικά (χρεοκοπία) δεδομένα.

Με το Μνημόνιο γυρίσαμε και ξεκινάμε πάλι εκεί όπου χαθήκαμε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Ο Σίσυφος δεν είχε χειρότερη τύχη.

Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.