Με γοητεύει η σημειολογία της επιλογής των ρούχων. Γιατί στοιχειοθετείται όχι από κανόνες αλλά από, κατά περίπτωση, παρατηρήσεις. Με απλά λόγια, δύο διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να ντύνονται με τον ίδιο τρόπο για διαφορετικούς λόγους. Ο ένας, δηλαδή, να επιλέγει ένα συγκεκριμένο ρούχο γιατί θέλει κάτι να φανερώσει και ο άλλος γιατί θέλει να κρυφτεί πίσω από αυτό. Ξέρω καταθλιπτικούς με λουλουδάτα πουκάμισα και άτομα μες στην καλή χαρά με ενδυματολογική εμμονή σε όλες τις αποχρώσεις του γκρι. Και το αντίθετο.

Εμαθα πολλά για τον κοινωνικό ρόλο του ρούχου μελετώντας την Κοκό Σανέλ. Μια ουσιαστική επαναστάτρια που επανεφευρίσκοντας τη γυναικεία γκαρνταρόμπα κατάφερε πολλά περισσότερα από τις σουφραζέτες της εποχής της. Γνωρίζοντας ότι τους όρους του παιχνιδιού τούς αλλάζεις μόνο όταν είσαι μέσα στο παιχνίδι και στην πραγματικότητα ενώ, για παράδειγμα, μισούσε τη ζιμπελίνα, αντί να την εξοστρακίσει με την εξουσία που τις έδινε η επιρροή της στη μόδα προτίμησε να την ξεφτιλίσει βάζοντάς την φόδρα σε πανωφόρια από κάμποτο. Στη, διά χειρός Πολ Μοράν, βιογραφία της λοιπόν λέει κάπου ότι το ρούχο φανερώνει όχι από πού ερχόμαστε αλλά πού θέλουμε να πάμε. Ετσι, έπειτα από τρεις ημέρες, συνειδητοποίησα τι ήταν αυτό που με ενόχλησε στο περίφημο πουκάμισο – περικοκλάδα του Γιάνη Βαρουφάκη. «Φώναζε» ότι πήγαινε στην Αίγινα και παρεμπιπτόντως πέρασε από τη Βουλή όπως θα περνούσε για να αγοράσει κάψουλες εσπρέσο μακιάτο για τη Δανάη. Και αυτό καταδεικνύει βαθιά απαξίωση του κορυφαίου πυλώνα της δημοκρατίας. Τόσο απλά.