Είναι και οι δύο Μεσσήνιοι –και μάλιστα από το ίδιο χωριό. Ομως, δύσκολα θα βρει κανείς άλλες ομοιότητες μεταξύ του Αντώνη Σαμαρά και του Θεόδωρου Ρουσόπουλου.

Η πρόσκληση Σαμαρά προς τον άλλοτε «αντιβασιλέα» της νεοκαραμανλικής διακυβέρνησης να ενταχθεί στο επιτελείο της Συγγρού δεν ήταν ακριβώς κεραυνός εν αιθρία. Η πρώτη πράξη επανένταξης του πρώην υπουργού στην κομματική ζωή είχε συντελεσθεί τον περασμένο Οκτώβριο όταν, έπειτα από σχεδόν μία πενταετία εξοστρακισμού, εκλήθη στην εκδήλωση για τα σαράντα χρόνια της ΝΔ.

Ακόμη και μετά τις εκλογές ο Σαμαράς είχε, λένε, προσεγγίσει τον Ρουσόπουλο, στο πλαίσιο των επαφών με στελέχη του καραμανλικού μπλοκ που, ως αρχηγός σε αμφισβήτηση, είχε ανάγκη να προσεταιρισθεί.

Κάποιοι εντάσσουν την περίπτωση Ρουσόπουλου σε μια ευρύτερη νεοκαραμανλική στροφή. Ο Καραμανλής δεν δείχνει άλλο διατεθειμένος να συγκαταμετράται στις δυνάμεις που στηρίζουν το σύστημα ΣΥΡΙΖΑ. Η διακινδύνευση της θέσης της Ελλάδας στην Ευρώπη –το ιερό δισκοπότηρο του καραμανλισμού –σήμανε και το τέλος της ανοχής προς τον Τσίπρα. Αυτό δεν φάνηκε τόσο με το ραντεβού με τον Σαμαρά στην Κηφισιά όσο με το μήνυμα Παυλόπουλου ότι δεν προτίθεται να γίνει Πρόεδρος της δραχμής.

Η επανεμφάνιση Ρουσόπουλου μπορεί να μην είναι μέρος τέτοιου σχεδιασμού. Συντονίζεται ωστόσο με την τροχιά των υπόλοιπων καραμανλικών κινήσεων στο κομματικό στερέωμα. Και βοηθάει τον Σαμαρά να δώσει την εντύπωση ότι διευρύνει τον κύκλο του –έστω κι αν το επιχειρεί αποκαθιστώντας ένα στέλεχος που, λίγους μήνες μετά την εκλογή του, είχε αποκηρύξει ως βαρίδι.

Η αλήθεια είναι ότι είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον Ρουσόπουλο μέσα στον πυρήνα των σαμαρικών. Μέτοικος στη Νέα Δημοκρατία, ο παλαίμαχος δημοσιογράφος υπηρέτησε, όσο ήταν στα πράγματα, μια εκδοχή της συντηρητικής παράταξης πολύ κεντρώα για τα στάνταρ της τωρινής της ηγεσίας. Πώς θα «κουμπώσει» με μια ομάδα τα περισσότερα μέλη της οποίας προόριζαν τη ΝΔ για τον ρόλο Δεξιάς των εικονισμάτων –και τώρα την προορίζουν για τον ρόλο του αναχώματος έναντι αυτού που αντιλαμβάνονται περίπου ως «τρίτο γύρο»;

Το ερώτημα θα είχε μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον αν δεν αφορούσε τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια ενδεχόμενη συμφωνία με τους εταίρους. Αλλά και τη δυνατότητά της να επανακάμψει ως σοβαρή εναλλακτική στη διαμορφούμενη συριζαϊκή ηγεμονία.

Πρόκειται για υπαρξιακούς γρίφους που δεν θα μπορούσε να λύσει μόνη η ανάκληση ενός στελέχους από την αποστρατεία. Απλώς υπό αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να δει κανείς την ενεργοποίηση Ρουσόπουλου σαν πείραμα. Οχι για τη χημεία μεταξύ δύο Μεσσήνιων. Αλλά για το κατά πόσο η τωρινή ΝΔ μπορεί να αλλάξει συμβιώνοντας με παλαιότερες φάσεις του εαυτού της.