Σσσσσς. Ησυχία. Η Παρασκευή διαβάζει. Ναι, ακόμη διαβάζει. Βυθίζεται στα βιβλία της, εκεί που έψαχνε πάντα να φωτίσει τον μικρό θεό που βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Αξίωμα που η Παρασκευή το έκανε στάση ζωής. Είτε ήταν για τις περίτεχνες καρφίτσες της, που της διάλεγε, λουσμένη άλλοτε στο φως του ήλιου στο γιουσουρούμ, άλλοτε στο σκοτάδι κάποιου παλαιοπωλείου, είτε για τις περίτεχνες φράσεις της. Τις τόσο επικοινωνιακές. Αυτές, που άλλαξαν το αρχαιολογικό ρεπορτάζ και το έκαναν προσιτό, γλαφυρό, γοητευτικό. Έρμαια του θεού που βρίσκεται στις λεπτομέρειες και στην περιπέτεια του ανθρώπινου νου.

Και όλα αυτά με μια συνταγή – η συνταγή δεν ήταν κάτι «στημένο», αλλά για την Παρασκευή είχε τη χαρά ενός κυριακάτικου μεσημεριανού φαγητού που έπλαθε με αγάπη και τα συστατικά της γεύσης και της καρδιάς. Με τη συνταγή που πάνω απ’ όλα πόνταρε στις δόσεις της ανθρωπιάς.

Η Παρασκευή εκπροσωπούσε, ήταν με όλο της το είναι, το πιο ανθρώπινο πρόσωπο της δημοσιογραφίας. Και το πιο τρυφερό. Ακόμη και στις κόντρες μας – εγώ, υπεύθυνος τμήματος και εκείνη η πιο sui generis συνεργάτιδα, που καθυστερούσε σχεδόν… παραδοσιακά, όσο να εμφυσήσει το μικρό θεό της, της γοητευτικής λεπτομέρειας, στα κείμενά της.

Είτε για να χαθεί το γαλανό βλέμμα της στο λυκόφως κάποιου δειλινού πίσω από κάποια αρχαιότητα της Αθήνας, που εκείνη μας έμαθε να αγαπάμε.

Δεν θα ξεχάσω μια φορά που – καθυστερημένη, κατά παράδοση – έφερε το κείμενό της, μετά το αυγουστιάτικο δείλι. Αργά. Στις φωνές μου, γύρισε με εκείνο το γαλανό βλέμμα και, με αθωότητα παιδική, μου αντιγύρισε: «Βρήκα μια φίλη μου και καθίσαμε να δούμε το ηλιοβασίλεμα. Σαν δυο καλά αρνάκια…»​