Προέρχονταν από την άλλοτε ανθούσα ελληνική παροικία της Αιγύπτου. Τους είχα πρωτοσυναντήσει πιτσιρικάς, διορθωτής στα «κόκκινα μεροκάματα» της «Αυγής» μιας άλλης, παλαιάς εποχής, αρχές του 1980. Ο ένας, ο Βασίλης Κωνσταντινίδης, ο Βασιλάκης για τους συναδέλφους του, ήταν κοντός, αεικίνητος και μονίμως χαμογελαστός. Ο άλλος, ο Σοφιανός (Χρυσοστομίδης), ήταν λίγο πιο αποστασιοποιημένος, δεν παραδινόταν εύκολα στην οικειότητα. Και οι δύο ήταν φωτεινά πρόσωπα της δημοσιογραφίας. Τα χαρακτηριστικά τους; Καλές σπουδές, ανοιχτά μυαλά, κοσμοπολιτισμός, γλώσσες. Μαχητικοί αριστεροί δημοκράτες. Πολύ καλά ενημερωμένοι, πολύ προσεκτικοί στο γραπτό τους. Επιλεκτικοί στα γούστα και στις παρέες, προσηνείς με τους νεότερους. Και δουλευταράδες.

Ο Βασίλης (ας τον λέω όπως τον λέγαμε όλοι τότε) έγραφε, θυμάμαι, το βασικό πολιτικό κείμενο. Με εξέπληττε η ταχύτητά του, και αυτό που θεωρούσα ευκολία, να γεμίζει πολύ σύντομα και έγκυρα τις λευκές σελίδες. Ο Σοφιανός (ας τον λέω επίσης με το μικρό του όνομα), με τον οποίο συνεργάστηκα αργότερα, καιρό, στο «Αντί», ήταν μεγάλος στυλίστας και «ψείρας». Πολιτική, θεωρία, αναφορές, αστεία, σύνθετα συμπεράσματα, πλάγια στοιχεία, εισαγωγικά, ανωφερή εισαγωγικά –το κείμενό του ήταν κατάστικτο από τη φροντίδα του συστηματικού γραφιά. Τον κοίταζα ενεός να γράφει στη γραφομηχανή, περιστοιχισμένος από βιβλία, λεξικά, σημειώσεις σε χαρτάκια (η Google της εποχής). Τόση φροντίδα για κάτι τόσο εφήμερο;

«Δεν είναι και τόσο εφήμερο όσο φαίνεται» μου εξήγησε μια φορά. «Είναι εφήμερη η αναμέτρηση με τις ιδέες; Ο,τι δημοσιεύεται αφήνει ίχνη –κι είναι σημαντικό ό,τι δημοσιεύεται να είναι τεκμηριωμένο, προσεγμένο και, όσο επικριτικό, να μην προσβάλλει».

Ο Βασίλης και ο Σοφιανός, ένας κόσμος ολόκληρος οι δυο τους, πέθαναν με δύο ημέρες διαφορά. Ψάχνω στις αράδες να βρω τα ίχνη που άφησαν. Δεν απελπίζομαι.