Εγώ δύο Μεγαλέξαντρους ξέρω. Τον «Αλέκο με τα κυδώνια» του Σπαθάρη και τον Αλέξανδρο των σχολικών μου βιβλίων. Θυμάμαι σαν και τώρα τη διπλανή μου, σπασικλάκι ολκής, να τον περιγράφει στο διαγώνισμα «ξανθό με ζωηρούς οφθαλμούς και κόμη βοστρυχωτή». Ούτε αγγλικά να πηγαίνανε μαζί. Κάπως έτσι απομυθοποίησα την αντιγραφή στις εξετάσεις.

Εκ των υστέρων, παρατηρώντας και τα νομίσματα της εποχής, άρχισα να της δίνω κάποιο δίκιο αλλά και πάλι πώς να παραβλέψεις τους γλειψιματίες καλλιτέχνες που αφθονούν σε όλες τις ιστορικές περιόδους; Τη Ρωξάνη πάντως τη σεβόμουν και την έτρεμα, ένας λόγος παραπάνω που ήταν από τη Βακτριανή (σημερινό Βόρειο Αφγανιστάν) και είχε το ίδιο όνομα με τη φοβερή και τρομερή γυμνασιάρχισσα των εφηβικών μου χρόνων.

Μεταξύ μας, και τι δεν θα ‘δινα να αποδειχθεί ότι η Αμφίπολη είναι τελικά τάφος μιας αφγανής πριγκιποπούλας. Αχ, και να γινόταν το θαύμα! Να ‘βγαινε, λέει, από τα έγκατα της γης η κυρία Περιστέρη κρατώντας τιάρα βαρβαρική! Να δεις για πότε θα σκόρπιζαν οι ελληναράδες με τα κοντοβράκια που συνωστίζονται στους πέριξ βράχους να φωτογραφίσουν από μακριά τον Λάζαρο. Οι ίδιοι άνθρωποι που στραβομουτσουνιάζουν με τους αφγανούς συμπέθερους σαν να είναι τίποτα αποβράσματα του κόσμου ετούτου.

Δεν ξέρω κιόλας αν θα είχαμε μπλεξίματα με το αφγανικό ΥΠΕΞ για την κυριότητα του μνημείου, πάντως κι ο Μεγαλέξαντρος να βρίσκεται θαμμένος εκεί, και πάλι, πολύ φοβούμαι ότι θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Γιατί ο βασιλιάς, καίτοι ξανθός και με βοστρυχωτή κόμη, δεν συμπαθούσε καθόλου μα καθόλου όσους καταπατούσαν το έχει του και προσεταιρίζονταν τα δικαιώματά του. Ετσι και ζει, το δίχως άλλο τη βάψαμε. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι πάντως την έχουν πολύ άσχημα, εκείνοι που πήγαν και γέμισαν τις παιδικές χαρές και τα νηπιαγωγεία με ορδές ολόκληρες από μικρούληδες Μεγαλέξαντρους χωρίς να υπάρχει ούτε ένας παππούς Αλέκος σε βάθος τεσσάρων γενεών και βάλε.

Αχ, τώρα κατάλαβα τι θέλω να μου βρείτε και να μου φέρετε, κυρία Περιστέρη μου. Θέλω δειγματοληπτικά τον κατάλογο ονομάτων από πέντε δημοτικά και τρία νηπιαγωγεία της χώρας, όχι όμως σε Αλέξανδρους και Φιλίππους αλλά σε Μιρικόγκους και Κολλητήρια. Δεν το κάνω από κακία αλλά έτσι για τον τζερτζελέ και τη συνέχεια της φυλής, ρε γαμώτο.

Να, ορίστε, για κοίτα εδώ. Δεν το λέω μόνο εγώ, το λέει και ο Ευγένιος Σπαθάρης:

XATZHABATHΣ: Πού είσαι, Kαραγκιόζη; Για έλα να δεις που όλος ο κόσμος καμαρώνει τον Mακεδόνα, που πάει στη σπηλιά για να παλέψει με το κατηραμένο φίδι! Nα! Αυτός είναι που έρχεται.

AΛEΞANΔPOΣ: Kαραγκιόζη, σε παρακαλώ τώρα φύγε, γιατί πρέπει να είμαι μόνος μου.

(O Aλέξανδρος σκοτώνει το φίδι).

AΛEΞANΔPOΣ (στον Kαραγκιόζη που επέστρεψε): Πάρ’ το και πέταχ’ το εκεί κάτω στο ρέμα και πες στον πασά πως εγώ σκότωσα το θηρίο και δώρο θέλω να αφήσει από τις φυλακές τους χριστιανούς. Tίποτε άλλο. Φεύγω, αντίο. (Bήματα).

KAPAΓKIOZHΣ: Πήγαινε στο καλό. (Πηγαίνει και περιεργάζεται και χτυπάει το σκοτωμένο φίδι).

XATZHABATHΣ: Mπάαα, Kαραγκιόζη μου, εσύ το σκότωσες; Γιατί βλέπω που από μακριά σε καμαρώνει όλος ο κόσμος που το αποσκοτώνεις.

KAPAΓKIOZHΣ (βήχει): …Nαι, εγώ! Πιάσε από κει να το πετάξουμε και εγώ, τώρα που θα γίνω πασάς, θα σε βάλω σε θέση.

XATZHABATHΣ: Σε τι θέση, Kαραγκιόζη μου;

KAPAΓKIOZHΣ: Οταν είμαι ξαπλωμένος για να κοιμηθώ, εσύ θα μου γαργαλάς τα πόδια

ΠAΣAΣ: Σε συγχαίρω, Kαραγκιόζη! Eίσαι γενναίος και αμέσως θα γίνεις γαμβρός μου.

ΕΓΩ: Να μας ζήσουν, το λοιπόν.

(Διαλυθείτε ησύχως).