ΚΑΠΟΙΕΣ επέτειοι δεν πέφτουν και τόσο καλά στον χρόνο. Ιδίως αν η Ιστορία είναι πληγή ανοιχτή ή παραπέμπει σε ασθένεια που δεν έχει εντελώς ιαθεί. Στη δεύτερη κατηγορία υπάγεται η Μεταπολίτευση. Νομίζαμε ότι είχαμε τελειώσει με τη σκοτεινή φασίζουσα πλευρά της ελληνικής πολιτικής όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία το 1974. Η περίπτωση της Χρυσής Αυγής φανερώνει ότι η θεραπεία δεν είχε εξαλείψει εντελώς το μικρόβιο. Αντίστοιχα, η διαιώνιση του Κυπριακού σαράντα χρόνια μετά τον Αττίλα δεν προκαλεί καθόλου ευχάριστα συναισθήματα. Για να μην πει κανείς: προαισθήματα, μπαίνοντας σε διαδικασία ανάλυσης της επίσκεψης στα Κατεχόμενα με όλους τους κακοδεχούμενους συμβολισμούς της.

ΤΟ φετινό καλοκαίρι σημαδεύεται δυστυχώς από ιστορικές διενέξεις που όχι μόνο παραμένουν ανεπίλυτες, αλλά αναζωπυρώνονται αναπαράγοντας διαρκώς νέους κύκλους αίματος. Συμβαίνει με τον πιο ωμό τρόπο στη Γάζα αυτές τις ημέρες. Τουλάχιστον το Κυπριακό δεν είναι θερμή σύγκρουση, αλλά ψυχρή διαφορά, παγωμένη στον χρόνο σαν το τοπίο πίσω από τα συρματοπλέγματα της Αμμοχώστου. Εστω κι αν η μαρμαρωμένη πόλη βρίσκεται στο επίκεντρο των προσπαθειών για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που να κινητοποιήσουν κάπως μια διαδικασία διαλόγου.

ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ του «ναι» στο δημοψήφισμα του 2004, κάτι όχι και τόσο εύκολο με δεδομένο το κλίμα της τότε εποχής, ο Νίκος Αναστασιάδης μετράει τη δική του δεκαετία μέσα στα σαράντα χρόνια από την τουρκική εισβολή. Υπακούοντας στον κανόνα που θέλει τους παίκτες πρώτης κατηγορίας της κυπριακής πολιτικής ζωής να φτάνουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο Προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας, ο Αναστασιάδης βρίσκεται κι αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, στο ίδιο σημείο εκκίνησης μιας διαπραγμάτευσης που γυρίζει διαρκώς γύρω από τον εαυτό της. Αλλά και γύρω από ένα ερώτημα: θέλουν τη λύση οι Τούρκοι;

Η θεωρία της διαπραγμάτευσης διδάσκει ότι καμία διαφορά δεν επιλύεται, αν η διευθέτησή της δεν εξυπηρετεί καλύτερα τα εμπλεκόμενα μέρη από τη διαιώνισή της. Προς στιγμήν –και προ δεκαετίας –η ευρωπαϊκή προοπτική της Αγκυρας φάνηκε ότι θα ήταν το κίνητρο για λύση. Δέκα χρόνια όμως πέρασαν και η Τουρκία δεν ήρθε πιο κοντά στην Ευρώπη. Πρώτα γιατί υπήρχαν θέματα προσαρμογής, ύστερα γιατί η ίδια η Ευρώπη βρέθηκε να περνάει τη δική της κρίση. Οπότε οι Τούρκοι βρήκαν διέξοδο στον περιφερειακό τους ρόλο και στο G-20. Μάλιστα, η ανάδειξη της Τουρκίας σε αναδυόμενη οικονομία ήρθε να επιβεβαιώσει μια δυσάρεστη αλήθεια: το Κυπριακό δεν της κοστίζει. Υστερα, βέβαια, η φούσκα της τουρκικής οικονομίας έχασε αέρα. Και ο Ταγίπ Ερντογάν μπήκε στη δική του εσωστρέφεια έστω κι αν κάποιοι αναλυτές αμφισβητούν ότι ζει το τέλος της πολιτικής του ηγεμονίας, επιμένοντας να τον βλέπουν να γίνεται ισχυρότερος μέσα από τις διαρκείς συγκρούσεις με ανταγωνιστικές και, κυρίως, παραδοσιακά κεμαλικές ομάδες του τουρκικού κατεστημένου. Στο μεταξύ η Κύπρος πέρασε κι αυτή τα δικά της οικονομικά προβλήματα –που ευτυχώς δεν τη γονάτισαν διαπραγματευτικά. Τώρα τον ρόλο του καταλύτη που οδηγεί στη λύση παίζει, ώς ενός σημείου, το ενεργειακό. Και η επιθυμία των Αμερικανών οι πλατφόρμες άντλησης αερίου να μη στηθούν σε αμφισβητούμενα νερά.

ΕΚΕΙ περίπου είμαστε σαράντα χρόνια μετά. Το Κυπριακό κάνει κύκλους που, ενίοτε, προσθέτουν θεματικές στην ατζέντα, αλλά χωρίς να αποκτά, περιστρεφόμενο, φόρα οριστικής επίλυσης.