«Η τραγωδία με τους Ελληνες είναι ότι οι μισοί που ζουν στην Ελλάδα ονειρεύονται να εκπατριστούν και οι μισοί που ζουν έξω ονειρεύονται να επαναπατριστούν…», λέει ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός. Τον θυμήθηκα, επειδή, τελευταία, όλο και πληθαίνουν τα τηλεφωνήματα από αγαπητούς μου φίλους στην Αθήνα που επιμένουν να με ρωτούν πότε θα επιστρέψω στα πάτρια εδάφη.

Δεν είμαι τουρίστας. Αν και πολλά χρόνια ζω κι εργάζομαι κυρίως στο εξωτερικό, από το 1974 είμαι και κάτοικος Αθηνών. Δηλαδή έχω κατοικία, πληρώνω χαράτσια κ.τ.λ. Ωστόσο, από το 2007 δεν έχω επιστρέψει στην Ελλάδα. Η αλήθεια είναι ότι σκαρφιζόμουν διάφορες δικαιολογίες προκειμένου να αναβάλω αυτό το ταξίδι. Ισως επειδή φοβόμουν ότι η επιστροφή τώρα θα αποδεικνυόταν για μένα όχι απλώς «άνοστον» αλλά κι επώδυνο «ήμαρ». Διότι η χώρα μεταβλήθηκε σε κρανίου τόπο –πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, αισθητικά. Επόμενο είναι, σε μια τέτοια κακοποιημένη και λεηλατημένη «έρημη χώρα», να νιώθω προκαταβολικά ξένο σώμα, όπως ένιωθα κάποτε στην ξενιτιά.

Ο,τι όμορφο κι ωραίο υπήρξε κάποτε στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας, που ανέδιδε το χρώμα, το άρωμα και τον χαρακτήρα της Αθήνας μας, είτε έχει καεί και ισοπεδωθεί είτε καταστρέφεται και πεθαίνει οριστικά, συστηματικά και αμετάκλητα, αφήνοντας παραμορφωμένους σκελετούς, ερείπια και κουρέλια, ανθρώπινα και μη…

Να, σχετικά πρόσφατα, πληροφορήθηκα με βαριά καρδιά ένα ακόμα κακό χαμπέρι: το κλείσιμο μιας πνευματικής «κυψέλης» του κέντρου, στην οποία ουκ ολίγοι είχαμε τρυγήσει –του ιστορικού Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Χάνονται κάποια θαυμάσια αθηναϊκά βιβλιοπωλεία, μειώνονται κι οι ακαταμάχητοι περίπατοι στο κέντρο της Αθήνας, για τους οποίους μιλάει με απαράμιλλο τρόπο ο Γιώργος Ιωάννου σε κείμενά του όπως «Τις Κυριακές τα πρωινά» («Κοιτάσματα», 1990) και «Κυριακάτικη περιδιάβαση στην Αθήνα» («Εφήβων και μη», 1982). Και ποιους να πρωτοθυμηθώ απ’ όσους είχα συναντήσει και γνωρίσει στην Εστία –τον Τάσο Αθανασιάδη; Τον Παύλο Μάτεσι; Τον Γιώργο Ιωάννου; Τον Πέτρο Τατσόπουλο; Θυμάμαι ακόμη το θρυλικό «υπόγειο» του βιβλιοπωλείου, με τον πάντα αειθαλή και πρόσχαρο κυρ-Νίκο, στον ρόλο του… Αγιου Πέτρου, που σου επέτρεπε την είσοδο στο «βασίλειο της γνώσης του κάτω κόσμου» και ήξερε τα πάντα για τους πάντες, αναφορικά με παλαιότερες και δυσεύρετες εκδόσεις, περιοδικά και βιβλία.

Για έναν βιβλιοφάγο αυτό το υπόγειο ήταν μια ευφρόσυνη «ζωή εν τάφω», με χίλιες και μία αναπάντεχες εκπλήξεις. Εκρυβε δυνατές συγκινήσεις, συνωμοτικές γνωριμίες, περιπέτειες, ανεπανάληπτα ταξίδια. Ακριβώς επειδή, όπως παρατηρούν δυο χαρακτήρες του Καλβίνο:

«- Το διάβασμα […] είναι πάντα η ίδια υπόθεση: υπάρχει κάτι που είναι εκεί, ένα πράγμα φτιαγμένο από γραφή, ένα στερεό, υλικό αντικείμενο που κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει, και μέσα απ’ αυτό το πράγμα έρχεσαι ν’ αναμετρηθείς με κάτι άλλο που δεν είναι μπροστά σου, κάτι διαφορετικό που ανήκει στον μη υλικό, στον αδιόρατο κόσμο, έναν κόσμο που υπάρχει μονάχα στο μυαλό μας, στη φαντασία μας, ή έναν κόσμο που ίσως κάποτε υπήρξε και τώρα πια δεν υπάρχει γιατί χάθηκε, γιατί είναι απλησίαστος, εκεί στη χώρα των νεκρών…

–Ισως όμως να μη βρίσκεται μπροστά μας γιατί ακόμα δεν υπάρχει, γιατί είναι κάτι το επιθυμητό, κάτι που φοβόμαστε, κάτι το πιθανό ή το απίθανο –λέει η Λουντμίλα -, γιατί το διάβασμα είναι η συνάντηση με κάτι που πρόκειται να υπάρξει αλλά ακόμα κανείς δεν ξέρει αν τελικά θα υπάρξει…» («Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης», 2000).

Παλαιότερα, θυμάμαι, σύχναζα επίσης και στο παλιό βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη, στην οδό Νίκης, που κι αυτό, όπως μαθαίνω, δυστυχώς κλυδωνίζεται.

Παρόλο που νιώθω ότι «Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου» –για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο ενός διηγήματος του Χρήστου Οικονόμου («Κάτι θα γίνει, θα δεις», 2010) -, θα επιστρέψω, τελικά, φέτος στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στο σπίτι μου. Ισως γιατί πεθύμησα να «ζήσω το όνειρο!» (όπως επιμένει η διαφήμιση του ΕΟΤ) ή έστω τον εφιάλτη μου. Ηδη νιώθω σαν τον Kαχτίτση που –όπως αναφέρει ο ποιητής Γιάννης Kοντός –«όταν πήγε Θεσσαλονίκη, ανέβηκε σ’ ένα μόνιππο και, όπως κάλπαζε το άλογο μέσα στη νύχτα, αυτός, όρθιος στην άμαξα, φώναζε: «Ηρθα, Πεντζίκη»!» («Τα ευγενή μέταλλα», 1994).

Ευελπιστώ να μην τύχω κάποιας ανώμαλης προσγείωσης, ψελλίζοντας την απορία του Εγγονόπουλου: «Στρατηγέ, τι ζητούσες στη Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος;»…

Ο Γιάννης Βασιλακάκος, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, έχει διατελέσει συντονιστής του Πολιτιστικού Δικτύου του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού Ωκεανίας