Η κυβέρνηση, έστω και καθυστερημένα, προχώρησε στην αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κατά δύο ώρες. Το μέτρο ήταν αναμενόμενο και απολύτως αναγκαίο για την αποφυγή του λειτουργικού black out των σχολικών μονάδων το επόμενο έτος, ενόψει των περίπου 7.000 συνταξιοδοτήσεων. Η ΟΛΜΕ θεώρησε την αύξηση του ωραρίου αιτία πολέμου, εξαγγέλλοντας ως πεδίο αναμέτρησης με την κυβέρνηση και την κοινωνία τις Πανελλαδικές Εξετάσεις.

Τα προβλήματα για την κάλυψη των λειτουργικών κενών των σχολείων, εκτός από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και τους περιορισμένους οικονομικούς πόρους, είναι άμεσα συναρτημένα με την ανθρωπογεωγραφία της εκπαίδευσης και την πολιτική στελέχωσης των σχολικών μονάδων τα τελευταία 30 χρόνια. Η κρίση απλώς τα επέτεινε.

Στη μακρά περίοδο της δανεικής ευημερίας οι κυβερνήσεις και μαζί τους ολόκληρο το πολιτικό σύστημα ουσιαστικά ευθυγραμμίζονταν με τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, ακολουθώντας μια πολιτική μαζικών διορισμών. Στο όνομα της διεύρυνσης των γνωστικών πεδίων αύξαναν συνεχώς τις ειδικότητες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ιδιαίτερα στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση τη δεκαετία του 1970 οι ειδικότητες ήταν περίπου 15, ενώ σήμερα έχουν φτάσει τις 117. Πρακτικά, σχεδόν όλοι οι πτυχιούχοι ΑΕΙ και ΑΤΕΙ μπορούσαν και μπορούν να διεκδικήσουν μια θέση στην αχανή αγορά εργασίας της εκπαίδευσης. Παράλληλα, υπό το κράτος των συντεχνιακών πιέσεων, θεσπίστηκε ένα άκαμπτο πλέγμα ρυθμίσεων ως προς τις μετακινήσεις των εκπαιδευτικών και τις αναθέσεις διδασκαλίας των επιμέρους διδακτικών αντικειμένων που στις περισσότερες περιπτώσεις καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη την κινητικότητα εντός σχολικής μονάδας, περίπου αδύνατη από σχολική μονάδα σε σχολική μονάδα και αδιανόητη από περιοχή σε περιοχή. Εάν σε αυτά προστεθούν η σταδιακή μείωση του ωραρίου και οι αποσπάσεις σε διοικητικές θέσεις του υπουργείου Παιδείας, σε διευθύνσεις εκπαίδευσης και σε άλλες υπηρεσίες άσχετες με την εκπαίδευση –στην Αρχιεπισκοπή, σε βιβλιοθήκες, σε βουλευτές, σε κόμματα κ.λπ. –με αδιαφανή και πελατειακά κριτήρια, εάν ακόμη προστεθούν οι κρυμμένοι σκελετοί μέσα σε σχολικές ντουλάπες που με την ανοχή των διευθυντών των σχολείων και την κάλυψη των συνδικαλιστών δούλευαν ελάχιστα ή καθόλου, τα πλασματικά τμήματα και εν γένει κάθε είδους επινόημα της δημοσιοϋπαλληλικής καμαρίλας, η εικόνα του τρέχοντος αδιεξόδου συμπληρώνεται.

Το συμπέρασμα δεν είναι απροσδόκητο, το σύστημα πρόσληψης και διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης, όπως άλλωστε και το σύνολο της δημόσιας διοίκησης, οικοδομήθηκε ανορθολογικά, χωρίς μέριμνα συνετής διαχείρισης των οικονομικών πόρων, χωρίς σχέδιο αντιμετώπισης των πραγματικών εκπαιδευτικών αναγκών, κατά βάση δηλαδή σε μια λογική εξυπηρέτησης των πελατειακών σχέσεων, με στόχο τη συντήρηση και την αναπαραγωγή του πολιτικού και συνδικαλιστικού συστήματος.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η ηγεσία της ΟΛΜΕ, ως οργανικό μέρος αυτού του παθογενούς συστήματος, επιλέγει να δώσει τη μητέρα των μαχών με επίδικο αντικείμενο την αύξηση του ωραρίου. Αντίπαλοι του όποιου εξορθολογισμού, δεν τους νοιάζει εάν χωρίς τις αναγκαίες ρυθμίσεις τα σχολεία δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν την επόμενη χρονιά. Ζητούν από μια χρεοκοπημένη χώρα και άλλους διορισμούς σαν να μην έγινε τίποτα. Τρομοκρατούν την κοινωνία με το υποτιθέμενο όπλο της απεργίας στις Εξετάσεις και διαπνεόμενοι από το σύνδρομο του Σαμψών αποφασίζουν να θαφτούν κάτω από τα ερείπια του συστήματος, στη δημιουργία του οποίου συνέβαλαν αποφασιστικά. Προσπερνούν με κυνική αδιαφορία τα πορίσματα των διεθνών οργανισμών σχετικά με τους μέσους όρους διδακτικών ωρών των εκπαιδευτικών στην Ευρωπαϊκή Ενωση και διεθνώς που επιβεβαιώνουν ότι οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα διδάσκουν σε ετήσια βάση πολύ κάτω από τον μέσο όρο συγκριτικά με τους συναδέλφους τους στην ΕΕ και στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ.

Οι διδακτικές ώρες στην Ελλάδα ανά εκπαιδευτικό στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση φτάνουν τις 589, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανέρχεται στις 778 και στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ τις 782. Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γυμνάσιο και Λύκειο, οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 415 για την Ελλάδα, ενώ οι μέσοι όροι για την ΕΕ φτάνουν τις 671 ώρες για το Γυμνάσιο και τις 635 για το Λύκειο και στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ τις 704 και 658, αντίστοιχα (Education at a glance 2012: http: //www. oecd.org/ edu/eag2012.htm).

Σήμερα στη δημόσια εκπαίδευση υπηρετούν 151.386 μόνιμοι εκπαιδευτικοί, 68.666 στην Πρωτοβάθμια και 82.720 στη Δευτεροβάθμια.

Τα προβλεπόμενα κενά στη Δευτεροβάθμια, εάν συνυπολογιστούν οι συνταξιοδοτήσεις –περίπου 4.000 -, οι 4.319 αναπληρωτές του 2012-13, τα 1.200 κενά του ιδίου έτους, οι 2.783 αποσπασμένοι σε υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας και οι 380 σε διάφορες άλλες υπηρεσίες –κόμματα, βουλευτές κ.λπ. -, φτάνουν στον τρομακτικό αριθμό των 12.682. Η αύξηση δύο ωρών στη Δευτεροβάθμια προσθέτει 157.440 ώρες, ήτοι περίπου 8.746 θέσεις επιπλέον σε εκπαιδευτικό προσωπικό. Παρά την αύξηση λοιπόν του ωραρίου απομένουν ακόμη περίπου 3.936 κενά. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι η οριζόντια αύξηση του ωραρίου δημιουργεί πλεονάσματα σε ειδικότητες όπως οι ΠΕ19-20 (Πληροφορικής 2.500), σε γυμναστές, καθηγητές ξένων γλωσσών, ενώ αφήνει περίπου 4.000 κενά στις βασικές ειδικότητες, φιλόλογοι, μαθηματικοί και φυσικών επιστημών.

Αντιστοίχως στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση με τον συνυπολογισμό των συνταξιοδοτήσεων, περίπου 3.000, τους λιγότερους διορισμούς αναπληρωτών (4.500 έναντι 5.711 το τρέχον έτος, ήτοι 1.189 λιγότεροι), τους 941 αποσπασμένους και τα 800 περίπου κενά του τρέχοντος έτους φτάνουμε στα 5.930 κενά για το 2013-14.

Προτάσεις επίλυσης του προβλήματος που επικεντρώνονται στην άμεση επιστροφή όλων των αποσπασμένων στις τάξεις ή αντί της οριζόντιας αύξησης του ωραρίου εισηγούνται την επιμήκυνση του χρόνου παραμονής στη βαθμίδα του ωραρίου από 6 ή 8 σε 10 χρόνια, παρά τις αγαθές τους προθέσεις, πάσχουν και από ρεαλισμό και από αποτελεσματικότητα. Για την πρώτη πρόταση, εάν προς στιγμήν δεχτούμε ότι όλοι οι αποσπασμένοι επέστρεφαν στα σχολεία τους, αυτό, εκτός του ότι πρακτικά θα ισοδυναμούσε με διάλυση του κεντρικού διοικητικού μηχανισμού τoυ υπουργείου και των διευθύνσεων, θα συνεισέφερε στη μεν Δευτεροβάθμια 3.163 θέσεις, αφήνοντας ακάλυπτες 9.519 θέσεις, ενώ στην Πρωτοβάθμια θα καλύπτονταν 941 θέσεις και τα κενά θα έφταναν τα 4.989. Η δεύτερη πρόταση, η οποία σημειωτέον ότι δεν έχει μετρηθεί ως προς τα αποτελέσματά της, σίγουρα θα επηρέαζε μόνο κλάσμα των εκπαιδευτικών στις αντίστοιχες βαθμίδες ωραρίου, αφήνοντας τελείως ανεπηρέαστους από την αύξηση τους εκπαιδευτικούς που έχουν υπερβεί την εικοσαετία.

Η πρόταση για την αντιμετώπιση του προβλήματος όχι μόνο με ορίζοντα το επόμενο έτος, εκτός από την αύξηση του ωραρίου, είναι αναγκαίο να συμπεριλάβει και ένα άλλο μοντέλο διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης, καθώς και μια γενναία αναδιάταξη του εκπαιδευτικού χάρτη. Συγκεκριμένα:

– Αμεση εκπόνηση σχεδίου δραστικών συγχωνεύσεων σχολικών μονάδων και εφαρμογή του μέσα στο καλοκαίρι.

– Κανένα τμήμα κάτω από 25 μαθητές (εξαίρεση μόνο για τις νησιωτικές και παραμεθόριες περιοχές).

– Απαγόρευση των αποσπάσεων σε υπηρεσίες εκτός του υπουργείου Παιδείας.

– Δραστική μείωση των αποσπασμένων σε διοικητικές υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας, διευθύνσεις κ.λπ. Οι όποιοι αποσπασμένοι για το επόμενο έτος να επιλέγονται αποκλειστικά από πλεονασματικές ειδικότητες (πληροφορικής, γυμναστές κ.λπ.). Παράλληλα εκπόνηση σχεδίου ώστε η στελέχωση των διοικητικών υπηρεσιών του υπουργείου να καλυφθεί μέχρι το τέλος του επόμενου χρόνου με το προσωπικό που θα μετακινηθεί από άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου.

– Εξάντληση του υποχρεωτικού ωραρίου απ’ όλους τους εκπαιδευτικούς.

– Ενεργοποίηση της δεύτερης και τρίτης ανάθεσης διδακτικού έργου σε ειδικότητες όπως πληροφορικής, οικιακής οικονομίας, ξένων γλωσσών κ.λπ.

– Υποχρεωτικές υπερωρίες εντός σχολικής μονάδας στις ειδικότητες στις οποίες καλύπτεται το αναγκαίο ωράριο.

– Μετακινήσεις εκπαιδευτικού προσωπικού από περιοχές που υπάρχουν πλεονάσματα σε άλλες που παρουσιάζουν ελλείμματα με κριτήρια διαφάνειας αντικειμενικότητας κ.λπ.

Ο Γιάννης Αντωνίου είναι εκπαιδευτικός και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ.