Από το 1986 ο Αλεξάντρ Φαρνού βρίσκεται μεταξύ Δήλου και Κρήτης επιβλέποντας τις αρχαιολογικές ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας. Μάλιστα, εδώ και επτά χρόνια ο φιλόλογος και δηλωμένος φιλέλληνας έγινε ο διευθυντής αυτού του τομέα που δίνει το «παρών» στη χώρα μας από το 1846. «Η Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας είναι η παλαιότερη γαλλική ερευνητική ομάδα που δραστηριοποιήθηκε εκτός Γαλλίας. Αλλά και η παλαιότερη ξένη αποστολή που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα» λέει στη γαλλική «Figaro» με αφορμή τις αρχαιολογικές εκδηλώσεις που φιλοξενήθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Γαλλία. Ο Φαρνού, παράλληλα, προετοιμάζει την έκθεσή του για τον Ομηρο που θα παρουσιαστεί το 2019 στο παράρτημα του μουσείου του Λούβρου στην περιοχή Λανς, στο Πα ντε Καλέ.

Ο όγκος του ερευνητικού και του ανασκαφικού έργου των γάλλων αρχαιολόγων διατρέχει την ελληνική πραγματικότητα και τις ιστορικές μεταβολές της. «Χρεοκοπίες, εμφύλιοι πόλεμοι, παγκόσμιοι, τα παρακολουθήσαμε από κοντά στην Ελλάδα, καθώς το ανασκαφικό μας έργο στις τοποθεσίες Δήλου, Δελφών, Θάσου, Μαλίων Κρήτης, Αργους, Φιλίππων, Ντικιλί Τας και Αμαθούντας στην Κύπρο μας έφερνε σε διαρκή επαφή και συνεργασία με τις ελληνικές αρχές. Μόνο το 1917 η Σχολή σταμάτησε το έργο της επειδή ο βασιλιάς ήταν γερμανόφιλος και οι γάλλοι σύμμαχοι αναχώρησαν από τον Πειραιά υποστηρίζοντας τον Βενιζέλο».

Ο Αλεξάντρ Φαρνού δίνει τα στοιχεία για τον προϋπολογισμό της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα: 5 εκατομμύρια ευρώ καλύπτουν το έργο περίπου 400 ερευνητών, ενώ το κόστος μίας ανασκαφής απαιτεί περίπου 150.000-250.000 ευρώ. Ο Φαρνού αναζητεί σε χορηγίες τα υπόλοιπα χρήματα και αναφέρει ότι οι κινέζοι ερευνητές εκδηλώνουν ενδιαφέρον για να αναπτύξουν μια δική τους αρχαιολογική σχολή στην Ελλάδα. «Στην Ελλάδα θα χρειαζόταν ένα σχέδιο Μάρσαλ για τα αρχαία. Αλλά θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Είναι θέμα χρόνου να ανοίξει ένα Ινστιτούτο Κομφούκιου στην Ελλάδα, όχι απλά ως πολιτιστικό κέντρο αλλά ως ινστιτούτο επιστημονικών ερευνών. Δεν είμαστε στην εποχή του 1880 όπου υπήρχε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των εθνών λόγω της διεκδίκησης του πιο ενδιαφέροντος τόπου από πλευράς ανασκαφών. Ο ανταγωνισμός σήμερα έχει μεταφερθεί από το αρχαιολογικό σκάμμα στο επιστημονικό πεδίο. Μεταξύ των ινστιτούτων υπάρχει υποστήριξη και συναδελφική συνεργασία».

ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ. Τα πρόσφατα ευρήματα των γάλλων αρχαιολόγων στον ελλαδικό χώρο και στην Κύπρο αφορούν ένα εξαιρετικό σύνολο κεραμικών ειδωλίων της γεωμετρικής και της αρχαϊκής περιόδου που εντοπίστηκαν στη Βόρεια Κρήτη, σε μια δύσβατη περιοχή. Και στον Κλήμονα της Λεμεσού ανέσυραν τον αρχαιότερο οικισμό –νεολιθικών χρόνων –στην Κύπρο. «Μάλιστα, εκεί οι ενδείξεις του εδάφους μάς έδωσαν ίχνη καλλιέργειας ενός είδους σιταριού, αρχέγονου, που η καλλιέργεια του ήταν γνωστή στη Μεσοποταμία. Η χρονολόγηση των ευρημάτων στον Κλήμονα μας δείχνουν ότι πρόκειται για την αρχαιότερη ένδειξη αγροτικής δραστηριότητας παγκοσμίως».

Οσο για τη σύγχρονη διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς ο γάλλος φιλέλληνας επισημαίνει την επίδραση της μνημονιακής κρίσης στις περικοπές των πόρων για τη φύλαξη των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων, την αύξηση της αρχαιοκαπηλίας μεταξύ 2013-14, τις περιβαλλοντικές αλλαγές αλλά και τη μεγάλη τουριστική προσέλευση στα ελληνικά μνημεία. «Το 2011 οι επισκέπτες σε αρχαιολογικούς χώρους αριθμούσαν 12 εκατομμύρια και σήμερα έφτασαν τα 33 εκατομμύρια. Θα μας χρειαζόταν ένα σχέδιο διάσωσης ανάλογο του Μάρσαλ για να προστατεύσουμε τα μνημεία από την άνοδο της στάθμης της Μεσογείου αλλά και από την τουριστική κίνηση. Πριν από έναν μήνα βρέθηκα στις Μυκήνες και ένιωθα ότι είμαι στο μετρό σε ώρα αιχμής. Υπήρχαν γύρω στα 500 άτομα στον τάφο του Ατρέα. Για να μην πω για τον Παρθενώνα και τα τρία εκατομμύρια των επισκεπτών του».