Σε μια επιστολή που έγραψε το 1938 στον ποιητή Στίβεν Σπέντερ, ο Τζορτζ Οργουελ εξέφραζε τη λύπη του για τη γνωριμία τους. Πριν τον συναντήσει, έγραφε, είχε αρκετούς λόγους να αντιπαθεί έναν «ψευτομπολσεβίκο» σαν κι αυτόν. Πρώτον, οι στίχοι του δεν του έλεγαν τίποτα. Δεύτερον, ήταν φιλοκομμουνιστής, ενώ ο Οργουελ είχε πολύ αρνητική στάση για το κόμμα από το 1935. Τρίτον, μη γνωρίζοντάς τον, μπορούσε να τον αντιμετωπίζει ως κάτι αφηρημένο.

Οταν όμως έρχεσαι σε επαφή με κάποιον, συνέχιζε ο συγγραφέας του «1984», αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι είναι ένα ανθρώπινο ον, όχι ένα είδος καρικατούρας που ενσαρκώνει ορισμένες ιδέες. Και αδυνατείς πλέον να είσαι πνευματικά βίαιος μαζί του, ακόμη κι όταν πρέπει. Ο ίδιος την είχε πατήσει επανειλημμένα και γι’ αυτό απέφευγε να συχνάζει σε κύκλους διανοουμένων.

Ο αμερικανός λόγιος Τζόζεφ Επστάιν θυμήθηκε αυτή την ιστορία για να προβάλει το επιχείρημα ότι για να αρχίσει να ξεπερνιέται ο διχασμός μιας χώρας είναι μερικές φορές χρήσιμη η επαφή. Εντάξει, όχι με τον Τραμπ. Αλλά το να συναντάς έναν πολιτικό –γράφει στηWallStreetJournal– και να διαπιστώνεις ότι μπήκε στην πολιτική όχι από επιλογή, αλλά για μια σειρά από μάλλον ανεξήγητους λόγους, βοηθά συχνά στην επούλωση των τραυμάτων.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν φαίνεται να συμφωνεί. Την τελευταία φορά που του ζήτησε ο Πρωθυπουργός να τον δει και να τον ενημερώσει για τη συμφωνία των Πρεσπών, αρνήθηκε. Οι κυβερνητικοί χειρισμοί για την καταστροφική φωτιά διεύρυναν ακόμη περισσότερο το χάσμα. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως και οι αρχηγοί των μικρότερων κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, δεν θεωρούν ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι παρεξηγημένος ή αδικημένος. Ούτε ότι η επαφή και ο διάλογος μπορούν να βελτιώσουν το κλίμα. Αυτό που πιστεύουν είναι ότι για να αποφευχθούν τα χειρότερα η κυβέρνηση πρέπει να φύγει.

Δύσκολα μπορεί κανείς να τους αδικήσει. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να προσπαθεί συνεχώς να επιβεβαιώσει ότι αποτελεί πράγματι «ένα είδος καρικατούρας που ενσαρκώνει ορισμένες ιδέες». Εναν πολιτικό με ξύλινη γλώσσα, χωρίς συναισθήματα, με έτοιμα σχήματα και μια μανιχαϊστική προσέγγιση στο κεφάλι του, ο οποίος μπήκε στην πολιτική για μια σειρά από απολύτως εξηγήσιμους λόγους, που θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στον εξής έναν: να πάρει την εκδίκησή του.

Από ποιον; Από το «σύστημα» και τους εκφραστές του. Από εκείνους που βλέπουν νούμερα και όχι ανθρώπους. Ο πήχης που του έβαλε ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, κι ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, δεν ήταν πολύ ψηλά. Αλλά εκείνος πέρασε από κάτω. Δεν αποδείχθηκε μόνο ανίκανος, αλλά και κάτι χειρότερο: αναίσθητος. Σαν καρικατούρα.

Με αυτή την έννοια, το ερώτημα του Μητσοτάκη «μα πώς κοιμούνται τα βράδια;» δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί.