Η οργή του Στέφανου Κασσελάκη είναι δικαιολογημένη. Ο θριαμβευτικώς επανεκλεγείς δήμαρχος Βόλου έκρινε σκόπιμο να εκφράσει δημοσίως τις ομοφοβικές απόψεις του, υποστηρίζοντας με το γνωστό αγοραίο του ύφος ότι τα παιδιά των ομοφυλοφίλων γίνονται κι αυτά ομοφυλόφιλοι. Τα χειροκροτήματα και οι καραμούζες έδειξαν πόσο δημοφιλή είναι τέτοιου είδους σχόλια – και ασφαλώς όχι μόνο στους ψηφοφόρους του. Οσο για την παρέμβαση της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία η στοχοποίηση των ομοφυλοφίλων με αυτόν τον τρόπο μπορεί να υποκινήσει μίσος εναντίον τους και να προκαλέσει την τέλεση βίαιων πράξεων, είναι ασαφές τι μπορεί να πετύχει.

Ομως η τοξικότητα δεν έχει ονοματεπώνυμο ούτε γεωγραφικό προσδιορισμό. Καλλιεργήθηκε, ενθαρρύνθηκε και αναπαράχθηκε για χρόνια από το κόμμα του Κασσελάκη, τόσο πριν όσο και αφού ανέλαβε την εξουσία. Δεν ήταν αφηρημένη και θεωρητική, είχε επώνυμα θύματα: τον Λούκο, τον Πικραμμένο, τον Στουρνάρα, τη Μαρέβα, τη Μενδώνη, προβεβλημένους δημοσιογράφους και δικαστικούς. Αυτά συνέβαιναν βέβαια επί προεδρίας Τσίπρα, όχι Κασσελάκη. Και ο τελευταίος, μετά την περιφανή του νίκη, μπορούσε να τα σταματήσει.

Ο σφιχτός εναγκαλισμός του με τον Πολάκη και τον Παππά δεν άφηνε πολλές ελπίδες ότι θα το έκανε. Αν όμως για να νικήσεις πρέπει να κάνεις κάποιους συμβιβασμούς, αφού νικήσεις έχεις τη δυνατότητα να ξεκαθαρίσεις τους όρους του παιχνιδιού. Κι αν σε ενοχλεί η τοξικότητα, να φροντίσεις πρώτα απ’ όλα να καθαρίσεις τη δική σου αυλή. Εκτός βέβαια αν εξεγείρεσαι μόνο με την ομοφοβική τοξικότητα και θεωρείς την ετεροφοβική κάτι φυσιολογικό, δικαιολογημένο, ακόμη και αναγκαίο.

O άνθρωπος που στήριξε με όλες του τις δυνάμεις τον νέο αρχηγό, και σε αντάλλαγμα χρίστηκε υπερτομεάρχης, εξαπέλυσε σε διάστημα λίγων ημερών δύο τέτοιου είδους επιθέσεις. Προσέβαλε τον Γιάννη Πρετεντέρη και τον Δημήτρη Χαντζόπουλο με εκφράσεις που επίσης θα μπορούσε να θεωρηθούν ότι υποκινούν το μίσος και τη βία. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο αυτό: οι δύο δημοσιογράφοι έχουν γίνει άλλωστε συχνά στόχοι επιθέσεων και γνωρίζουν καλά ότι η αιχμηρή γραφή και η σάτιρα έχουν κόστος. Το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ο πολιτικός προϊστάμενος του Πολάκη δεν έκρινε σκόπιμο να τον αποδοκιμάσει.

Ο Τσίπρας, τουλάχιστον, αντιδρούσε, έστω και υποκριτικά, έστω και για τα προσχήματα. Επαιρνε αποστάσεις, απέδιδε τις χυδαιότητες στον παρορμητικό χαρακτήρα του «αψύ Κρητικού» και, όταν παραβιάστηκαν όλα τα όρια, τον παρέπεμψε, έστω και για τα μάτια, στο Πειθαρχικό. Ο διάδοχός του, αντιθέτως, δηλώνει ότι αυτό που τον συνδέει με τον Πολάκη είναι ένα αίσθημα δικαιοσύνης: εκνευρίζονται, ας πούμε, και οι δύο «όταν κάποιος κλέβει από τον πλούτο των παιδιών μας». Ο Χαντζόπουλος κλέβει από τον πλούτο των παιδιών τους;

O ΣΥΡΙΖΑ – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό – χάνει έτσι μια ακόμη ευκαιρία να συναντηθεί με την πολιτική κοσμιότητα. Είναι κακό γι’ αυτόν, είναι κακό για τον τόπο.