«Εχούμε ξεπεράσει τον φόβο στην Αφρική. Στο Μπουρούντι βρέθηκα μετά τον εμφύλιο, όπου η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Κάθε βράδυ άκουγες χειροβομβίδες, εκρηκτικά, πυροβολισμούς. Η στέγη του σπιτιού μου ήταν τρύπια από τις σφαίρες. Η ζωή στην Αφρική είναι δύσκολη. Μια περιπέτεια και μια μεγάλη εμπειρία. Δεν ξέρω, ούτε μπορώ να καταλάβω τι με κρατάει εδώ…».

Ηταν πριν από μερικά χρόνια όταν ο μητροπολίτης Νουβίας, έξαρχος Σουδάν και Ερυθραίας Σάββας περιέγραφε με τρόπο σχεδόν προφητικό την εμπειρία του από την Αφρική, όπου ιερουργούσε μέχρι προχθές εδώ και δύο δεκαετίες. Εφτασε νέος στη Μαύρη Ηπειρο, έγινε βαθύς γνώστης των θεμάτων της, έμαθε να μιλάει αραβικά και κατάφερε να προσεγγίσει με επιτυχία την πολυπλοκότητά της.

Ηταν μόλις 38 ετών όταν τον Οκτώβριο του 2009 χειροτονήθηκε επίσκοπος της νεοσυσταθείσας Επισκοπής Μπουρούντι και Ρουάντας ενώ το 2012 εξελέγη παμψηφεί μητροπολίτης Ακκρας έχοντας υπό την ευθύνη του δύσκολες αφρικανικές χώρες: την Γκάνα, το Μάλι, την Μπουρκίνα Φάσο και την Ακτή του Ελεφαντοστού. Εκεί βρέθηκε αντιμέτωπος με πρωτόγνωρες καταστάσεις, όπως το περιστατικό που έζησε πριν από μερικά χρόνια ανήμερα τα Θεοφάνια σε μια επαρχία της Γκάνας: Οταν ζήτησε να του φέρουν νερό σε μια λεκάνη, ήταν γεμάτο λάσπη, με αποτέλεσμα να χρειαστεί… εμφιαλωμένα νερά για να προχωρήσουν την τελετή. Ή την ημέρα εκείνη που μετέβη για μια χειροτονία στο Ανατολικό Κονγκό και στην επιστροφή… έλειπε η γέφυρα.

«Δεν μπορούσαμε να περάσουμε τα σύνορα για να γυρίσουμε… Ε, τι να κάνουμε, περάσαμε με τα πόδια μέσα από τον ποταμό, πήγαμε και βρήκαμε ένα άλλο αυτοκίνητο για προλάβουμε να περάσουμε πριν κλείσουν τα σύνορα – διότι εκεί τα σύνορα κλείνουν στις πέντε το απόγευμα για λόγους ασφαλείας», είχε διηγηθεί. Οι καταστάσεις αυτές όχι μόνο δεν τον πτόησαν αλλά με πλήρη συνείδηση της ευθύνης συνέχισε, έχοντας πλέον, σε ηλικία 52 ετών, να επιδείξει, ένα έργο που θα ζήλευαν αρκετοί ιεράρχες.

Παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το Μεγάλο Σάββατο του 2023 θα βρισκόταν εγκλωβισμένος μέσα στην Ελληνορθόδοξη Μητρόπολη του Χαρτούμ, μαζί με άλλους 15 πιστούς που είχαν συμμετάσχει στην Ακολουθία της Ανάστασης όταν στους δρόμους της πόλης θα ξεσπούσε ξαφνικά ένας άγριος πόλεμος. Η φωνή του σεβασμιότατου μητροπολίτη Σάββα έγινε από τη στιγμή εκείνη η φωνή των Ελλήνων του Σουδάν στον έξω κόσμο και ο σύνδεσμος επικοινωνίας με τις ελληνικές Αρχές ώστε να υλοποιηθεί η επιχείρηση απεγκλωβισμού τους που πραγματοποιήθηκε τελικά την Τρίτη.

«Εχουμε πρόβλημα, αυτή τη στιγμή μάς πυροβολούν το κτίριο. Χρησιμοποιούν βαρύ οπλισμό. Τις προηγούμενες μέρες χτύπησαν τις πόρτες και τα παράθυρα. Δεν έχει ρεύμα και νερό, χρησιμοποιούμε τη γεννήτρια μία ώρα την ημέρα, για να μπορέσουμε να φορτίσουμε τα κινητά και να έχουμε νερό από τα φίλτρα. Είναι δύσκολη κατάσταση. Περιμένουμε και ελπίζουμε σε ένα θαύμα….», περιέγραφε σε έλληνες δημοσιογράφους ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να εμψυχώσει τους υπόλοιπους εγκλωβισμένους.

Ο κατά κόσμον Βασίλειος Χειμωνέτος γεννήθηκε το 1971 στη Χάλκη και από μικρό παιδί ήθελε να ασχοληθεί με την Εκκλησία. Αποφοίτησε από την Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή και από το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1991 και πρεσβύτερος το 1993. Υπηρέτησε στη Μητρόπολη Ρόδου και στη συνέχεια, ύστερα από πρόσκληση του μακαριστού Πατριάρχη Πέτρου Ζ’, εντάχθηκε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, διορίσθηκε εφημέριος στον Πατριαρχικό Ναό του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου Αλεξανδρείας και ανέλαβε τη διεύθυνση του Γραφείου Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων του Πατριαρχείου.

Το 2001 υπηρέτησε ως πατριαρχικός επιτροπεύων στην Επιτροπεία Αλεξανδρείας και ως υπεύθυνος των Οικονομικών του Πατριαρχείου. Μετά την επαναλειτουργία της Πατριαρχικής Σχολής Αλεξανδρείας «Μέγας Αθανάσιος», με την προσωπική μέριμνα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρου Β’, διορίσθηκε σχολάρχης και μέλος της Συνοδικής Επιτροπής. Μητροπολίτης Νουβίας τοποθετήθηκε στις 24 Νοεμβρίου του 2015.

Αγάπησε κάθε μέρος στο οποίο τον οδήγησε ο δρόμος του Θεού. Οταν έφτασε στο Μπουρούντι, βρήκε μια εκκλησία που είχαν αφήσει οι Ελληνες από το 1959, την εποχή που ζούσαν εκεί περίπου 15.000 – 16.000 συμπατριώτες μας – ενώ όταν έφτασε ο ίδιος ήταν μόλις 80. Εκεί με δική του πρωτοβουλία χτίστηκαν άλλες δύο εκκλησίες, φτιάχτηκαν σχολεία και κλινικές. Οταν έφτασε στο Σουδάν άρχισε να ασχολείται με τη συντήρηση των εκκλησιών και με τη φροντίδα των Ελλήνων που έχουν απομείνει στη χώρα, μεριμνώντας για τα σχολεία τους, την ιατρική και φαρμακευτική τους περίθαλψη. Παράλληλα ανέπτυξε ιεραποστολικό έργο στο Νότιο Σουδάν, με την ανέγερση κλινικής, σχολείου και εκκλησίας.

Και όλα αυτά με αίσθημα ευθύνης και με αυταπάρνηση: «Η ζωή μας εδώ έχει πολλές δυσκολίες», είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Δημοκρατική» της Ρόδου το 2018. «Στο Μπουρούντι είχαμε νερό, αλλά δεν υπήρχε ρεύμα. Στην Γκάνα είχαμε ρεύμα 12 ώρες την εβδομάδα, όμως δεν υπήρχε νερό. Στην Αφρική ή νερό θα έχεις ή ρεύμα ή τηλέφωνο. Και τα τρία μαζί δεν γίνεται. Στο Σουδάν το πρόβλημα με το ρεύμα παραμένει, ενώ το νερό έρχεται κατευθείαν από τον Νείλο, δεν φιλτράρεται. Το δυσκολότερο είναι οι ασθένειες. Δεν ξέρεις ούτε τι θα πάθεις ούτε πότε θα το πάθεις». Τα ξορκίζει, όμως, όλα με την εικόνα της θάλασσας που κρατά μέσα του από την Ελλάδα…