Με τον Τέτζου Κόουλ είχαμε μιλήσει πρώτη φορά τηλεφωνικά το 2013, δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του «Open city», ενός από τα καλύτερα λογοτεχνικά πορτρέτα της Νέας Υόρκης: έτσι το είχε περιγράψει ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ σε μία από τις συνεντεύξεις μας. Στο βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από το «Πλήθος» με τον τίτλο «Ανοχύρωτη πόλη», σε μετάφραση του εκδότη Στέφανου Μπατσή (το πρώτο λογοτεχνικό έργο του οίκου), ο Τζούλιους, ένας νεαρός ψυχίατρος νιγηριανής καταγωγής - όπως και ο συγγραφέας -, περιπλανιέται αδιάκοπα στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ως αντίδοτο στη ρουτίνα της εργασίας του. Γνωρίζει μετανάστες από διαφορετικές κουλτούρες, θυμάται το δικό του παρελθόν στη Νιγηρία, ταξιδεύει στο Βέλγιο και εμπιστεύεται τα σύμβολα της μητρόπολης που ζει τον δικό της φόβο μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001: μια ερωτική επιστολή στον χάρτη της καθημερινότητάς του, χωρίς μάλιστα να ζητά ανταπόκριση.
Ο ήρωας του Κόουλ λειτουργεί λίγο-πολύ ως alter ego του. Ο 47χρονος συγγραφέας γεννήθηκε στις ΗΠΑ, μεγάλωσε στη Νιγηρία, από το 1993 και για μια δεκαετία έμεινε στο Μπρούκλιν, ενώ σήμερα ζει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης. «Δεν ήθελα να γράψω μυθιστόρημα, αλλά κάτι μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικής ιστορίας» έλεγε στην προηγούμενη συζήτησή μας. «Ηθελα έναν ήρωα που να βιώνει τις συνέπειες της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται σε διάλογο και με παλιότερα κομμάτια της νεοϋορκέζικης ιστορίας. Ηθελα να δώσω στον Τζούλιους τη δική του φωνή, ώστε να μιλήσει για την 11η Σεπτεμβρίου με τρόπο έμμεσο και υπαινικτικό. Σε καμία περίπτωση δεν έψαχνα "ένα βιβλίο για την καταστροφή"».
Εχουν περάσει 21 χρόνια από την τρομοκρατική επίθεση στη Νέα Υόρκη, 11 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία της «Ανοχύρωτης πόλης» και δύο από την ήττα Τραμπ. Πώς έχει αλλάξει η Νέα Υόρκη από την εποχή που τής στέλνατε τη δική σας ερωτική επιστολή;
Η Νέα Υόρκη είναι πλέον η πόλη που γνωρίζω αρκετά καλά, αλλά δεν ζω εκεί. Δεν την περπατάω για να ξέρω πόσο έχει αλλάξει. Είναι σαν να βλέπεις τον ανιψιό ή την ανιψιά σου τρία χρόνια μετά την τελευταία φορά: σίγουρα το πρώτο που προσέχεις είναι πόσο ψήλωσαν, αν άλλαξαν κούρεμα κ.λπ. Επειδή δεν βρισκόσουν εκεί όσο άλλαζαν, βάζεις μεγαλύτερη δραματικότητα στην πρώτη εντύπωση. Αυτό που παρατηρώ στην πόλη, μια δεκαετία αφότου έζησα εκεί, είναι ότι οποιαδήποτε αλλαγή γίνεται με «επιτάχυνση». Η πιο σημαντική που θα εντόπιζα; Η απόλυτη κυριαρχία της λογικής του οικονομικού κέρδους. Είναι μια πόλη που χτίστηκε πάνω σ' αυτή τη λογική - δεν λέμε κάτι καινούργιο μ' αυτό. Κι όμως, η διαδικασία αυτή φαίνεται να έχει αποκτήσει μεγαλύτερη ταχύτητα και περισσότερες ακραίες εκδοχές. Υπάρχει μία κατεύθυνση προς την αναπόφευκτη πρόοδο του φιλελεύθερου καπιταλισμού, χωρίς να επιτρέπονται παρεκκλίσεις ή καθυστερήσεις. Το βλέπουμε στην εικόνα των κολοσσιαίων πύργων που ανεγείρονται για τους υπερ-πλούσιους της πόλης: είναι πλέον το κυρίαρχο μοντέλο για όλους. Γυαλί, ατσάλι και εκτυφλωτική λάμψη μαζί με την εικόνα των άστεγων ανθρώπων, που κατά τη δική μου αντίληψη είναι πιο έντονη τα τελευταία χρόνια. Αυτή την οπτική αντίφαση κρατάω για τη Νέα Υόρκη που αλλάζει: τη φτώχεια που βρίσκεται - και κοιμάται - στα κράσπεδα του υπερυψωμένου πλούτου. Ετσι, όμως, η πόλη δεν φαίνεται να έχει όραμα για το μέλλον. Κοιτάξτε ένα άλλο παράδειγμα. Η επέκταση του MoMA, πραγματικά εντυπωσιακή, βασίστηκε στα χρήματα των υπερπλουσίων του Διοικητικού Συμβουλίου. Προφανώς είναι μια αλλαγή για την πόλη, αλλά δείχνει τα μέτρα και τα σταθμά της για το μέλλον.
Και πώς έχετε αλλάξει εσείς προσωπικά από την εποχή της «Ανοχύρωτης πόλης»;
Ζω στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, όπου επίσης οι ανισότητες είναι παρούσες, αν και όχι με τον ευκρινή τρόπο της Νέας Υόρκης. Η «Ανοχύρωτη πόλη» μού επέτρεψε να είμαι τολμηρός ως συγγραφέας, να λειτουργώ σύμφωνα με τις δικές μου καλλιτεχνικές προτεραιότητες και όχι σύμφωνα με αυτό που θα πουλούσε. Μου έδωσε το αίσθημα της ελευθερίας για να προχωρήσω στη γραφή και την ανακάλυψη της φωτογραφικής τέχνης, έχοντας κυκλοφορήσει μάλιστα τρία φωτογραφικά δοκίμια (σ.σ.: «Punto d' ombra», «Fernweh», «Golden apple of the sun»). Είχα τη δυνατότητα να ταξιδέψω πολύ τα τελευταία 15 χρόνια και μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτώ μεγάλες και μικρότερες πόλεις. Ενα από τα πράγματα που μάθαινα όσο μεγάλωνα στη Νιγηρία είναι πόσο διαφορετικά είναι τα μέρη πάνω στον πλανήτη. Είναι κάτι φυσιολογικό το οποίο «εκπαιδευόμαστε» να πιστεύουμε όσο είμαστε μικροί. Οταν μεγάλωσα, όμως, αυτό που με εντυπωσίασε ήταν πόσο πολύ έμοιαζαν διαφορετικά σημεία. Υπάρχει σίγουρα η εσωτερική κουλτούρα τους, αλλά ο τρόπος που οι μεγάλες πόλεις οργανώνονται και κυβερνώνται από τις επιχειρηματικές και οικονομικές ελίτ είναι λίγο-πολύ ίδιος. Κάτι άλλο που παρατηρώ είναι η ταυτόχρονη ανάδυση δεξιόστροφων και αριστερόστροφων κινημάτων που επιδιώκουν να αντικρούσουν το κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο - όπως έχει εκφραστεί από την περίοδο του Τόνι Μπλερ ή του Τζορτζ Μπους, του Ομπάμα ή της Χίλαρι Κλίντον. Δεν ξέρω αν η αμφισβήτησή του μπορεί να οδηγήσει κάπου σ' αυτού του είδους τα grassroot κινήματα. Είναι πάντως η καινούργια τάση και το «προϊόν» των μεγαλουπόλεων.
Το ότι ήσασταν ένας Αμερικανός με νιγηριανή καταγωγή σάς βοήθησε να κατανοήσετε καλύτερα τη Νιγηρία;
Ναι, νομίζω πως με βοήθησε. Πιστεύω ότι η απόσταση βοηθάει την καλύτερη αντίληψη για τα πράγματα. Ζω και κινούμαι με μία βασική αντίφαση στη ζωή μου. Απολαμβάνω το γεγονός ότι είμαι Νιγηριανός στην καταγωγή, γιατί αυτό μου δίνει μια πνευματική και συναισθηματική δύναμη που δεν υπάρχει σε κανένα άλλο μέρος της Αφρικής. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μ' αρέσει να ζω στη Νιγηρία, επειδή είναι ένα πολύ δύσκολο μέρος για να επιβιώσεις.
Η λογοτεχνικότητα της «Ανοχύρωτης πόλης» βασιζόταν και προέκυπτε από τις παρατηρήσεις της καθημερινής ζωής, εκεί όπου το οικείο γινόταν ανοίκειο και αντιστρόφως. Πώς γεννιέται η ποίηση από το τετριμμένο;
Η αποστολή του ποιητή είναι ακριβώς αυτή: να φτάσει στο μη προφανές, ακόμη και όταν κάτι μοιάζει προφανές στην πρώτη ανάγνωση. Κι αυτό επειδή κινείται μπροστά και πίσω στον χρόνο, την τέταρτη διάσταση, όπου όλα τα πράγματα και οι τόποι κρύβουν τη δική τους ιστορία: βρέφη γεννήθηκαν εκεί, άνθρωποι έκαναν έρωτα και πέθαναν, έδωσαν μάχες και πολέμους, αντιμετώπισαν τα στοιχεία της φύσης, αγωνίστηκαν, υπέκυψαν, αντιστάθηκαν. Αρα κανένα μέρος δεν είναι «κανονικό» ή «προφανές». Και όλος ο χρόνος είναι το «τώρα». Αυτό βρίσκεται στην καρδιά της Ιστορίας. Κι εγώ όταν γράφω αυτό το ερώτημα προσπαθώ να απαντήσω: πώς ο χρόνος μπλέκεται με τον χώρο. Προτιμώ, λοιπόν, να βλέπω τα διαφορετικά μέρη ως ένα σύνολο από αντιφάσεις και οπτικές που έχει ο πολυπολικός κόσμος μας. Ο αμερικανικός Νότος δεν είναι μόνο ο Νότος του Φόκνερ και η Βενετία δεν ανήκει απαραίτητα στον Σαίξπηρ. Δεν πρέπει να μένουμε προσκολλημένοι στο παρελθόν. Αυτό που κάθε συγγραφέας μπορεί να προσθέσει είναι η δική του οπτική.
Κάτι που κάνετε στην «Ανοχύρωτη πόλη» με το Αγαλμα της Ελευθερίας, το οποίο είναι σύμβολο για τους Ευρωπαίους και αντι-σύμβολο για πολλούς που δεν τα κατάφεραν...
Ηξερα από πριν ότι οι περισσότεροι συγγραφείς θα απέφευγαν το συγκεκριμένο αξιοθέατο, από τον φόβο μήπως καταντήσει μπανάλ. Κι όμως αυτό είναι το στοίχημα: χιλιάδες βιβλία έχουν γραφτεί για τη Νέα Υόρκη - πώς μπορείς εσύ να γράψεις κάτι με φρέσκια ματιά; Στο τέλος του βιβλίου, λοιπόν, παρουσιάζω το Αγαλμα σαν ένα σύμβολο θανάτου - πολλοί μετανάστες, κυρίως Ευρωπαίοι, κατάφεραν να έρθουν στις ΗΠΑ, αλλά χιλιάδες άλλοι δεν τα κατάφεραν. Νομίζω, πάντως, ότι και σ' αυτήν την πεσιμιστική εκδοχή υπάρχει μια τρυφερή ματιά απέναντι σε ένα πολυχρησιμοποιημένο σύμβολο.
Δύο ερωτήσεις που αφορούν δύο επετείους. Συμπληρώνονται φέτος 20 χρόνια από την πρεμιέρα της τηλεοπτικής σειράς «Wire», όπου σε διαφορετικούς κύκλους περιγραφόταν η ζωή της μαύρης κοινότητας στη Βαλτιμόρη και οι διασυνδέσεις πολιτικής, δημοσιογραφίας, αστυνομίας. Εχει γίνει μεγάλη συζήτηση κατά πόσο οι τηλεοπτικές σειρές έχουν φέρει μία νέα μορφή αφήγησης που συγκινεί το κοινό με τον τρόπο που παλαιότερα γινόταν από τα μεγάλα κλασικά μυθιστορήματα.
Οντως, η τηλεόραση είναι πιο δημοφιλής από οποιαδήποτε άλλη περίοδο. Και ορισμένες από τις σειρές επιτρέπουν σίγουρα τις αναλογίες που αναφέρετε όσον αφορά την αφήγηση. Ναι, το «Wire» διαθέτει κάτι από την μπαλζακική παρατήρηση. Και η σύγκριση βγάζει νόημα αν σκεφτούμε πόσο μεγάλο είναι το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται. Απλώς δεν ξέρω αν αυτή η εικόνα ανταποκρίνεται σε μια μειοψηφία ή σε πλειοψηφία στις ΗΠΑ.
Η δεύτερη επέτειος αφορά τα 50 χρόνια από την κυκλοφορία του βιβλίου «Η εικόνα και το βλέμμα» του Τζον Μπέρτζερ, ο οποίος αποτελεί μια διαχρονική αναφορά σας. Γιατί είναι σημαντικό αυτό το βιβλίο;
Νομίζω ότι ο Τζον Μπέρτζερ ήταν σπουδαίος συγγραφέας και, παράλληλα, διέθετε μεγάλη ανεξαρτησία απέναντι στις εμπορικές πιέσεις της εποχής του. Ανέπτυξε έναν έντιμο και ειλικρινή τρόπο σκέψης για τον κόσμο, χωρίς να είναι ωμός. Πολλοί συγγραφείς πιστεύουν ότι για να μιλήσεις ανοιχτά και καθαρά για την πραγματικότητα πρέπει να το συνδυάσεις με ωμότητα. Ο Μπέρτζερ αντιλήφθηκε ότι η ειλικρίνεια μπορεί να συνδυάζεται με την κατανόηση. Κι αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα για πολλούς συγγραφείς: πώς μπορείς να περιγράψεις την πραγματικότητα και την ίδια στιγμή να προκαλέσεις άλλους ανθρώπους να σκεφτούν γι' αυτήν χωρίς να τους προσβάλεις;
{1BSYG}Teju Cole{1BSYG}{2BTIT}Ανοχύρωτη πόλη{2BTIT}{3BEKD}Μτφ. Στέφανος ΜπατσήςΕκδ. Πλήθος, 357{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 17 ευρ{4BTIM}ώ