«Αυτοί πιστεύουν ότι γίνεται να βάλεις έναν χασάπη στην εξουσία αλλά να του απαγορεύσεις διά νόμου να σφάζει» λέει ο πολιτικός πρόσφυγας Κάλε στον αστό Τσίφελ, τον οποίο συναντά στο εστιατόριο ενός σιδηροδρομικού σταθμού, κάπου στην Ευρώπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οπου «αυτοί» είναι οι φιλελεύθεροι της εποχής (1933) που αγνοούν τη ναζιστική λαίλαπα. Στους «Διαλόγους προσφύγων» οι δύο ήρωες του Μπέρτολτ Μπρεχτ μιλούν για την αραιωμένη μπίρα, τον καπνό κακής ποιότητας, την πολιτική και ηθική, τον υλισμό, τις αρετές, την πορνογραφία, τον πατριωτισμό και τη Δημοκρατία. Ο συγγραφέας αξιοποιεί βιωματικό υλικό, καθώς ήδη από τον Φεβρουάριο του 1937 εγκαταλείπει το Βερολίνο και ύστερα από σύντομες στάσεις στην Πράγα, στη Βιέννη, στο Παρίσι και στην Ελβετία εγκαθίσταται σε ένα αγροτόσπιτο στο Σβέντμποργκ της Δανίας, όπου έως το 1939 συγγράφει ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα του. Οπως διαβάζουμε στο επίμετρο της μεταφράστριας Δέσποινας Κούρτη: «Ο Κάλε και ο Τσίφελ ξεκαθαρίζουν ότι η αλήθεια δεν μπορεί να λεχθεί ούτε μεγαλόφωνα ούτε ξεκάθαρα. Πιστός στην απο-οικειοποίηση που ο ίδιος εισάγει στη δραματουργία, ο Μπρεχτ σημειώνει για τους ήρωές του: «Λένε όλα όσα θέλουν να πουν, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε να ακούγονται τουλάχιστον αμφίσημα». Επομένως, ο αναγνώστης οφείλει να είναι προετοιμασμένος: Δεν θα είναι εύκολο να παρακολουθήσει γραμμικά τη σκέψη του συγγραφέα στη συστάδα των προσφυγικών διαλόγων του αν δεν έχει αδιάλειπτα στον νου του τη διαλεκτική διαδικασία σύγκρουσης και ένωσης που ακολουθεί ο Μπρεχτ ως διαλεκτικός υλιστής». Ενα απόσπασμα από τους «Διαλόγους προσφύγων», που κυκλοφορούν από τις εκδ. Κριτική, προδημοσιεύει το «Β» σήμερα.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ