«Ολη μου τη ζωή κυνηγημένος είμαι» λέει ο Χανς Χόφμαν στον συγκρατούμενό του Βίκτορ, όταν εκείνος του θυμίζει ότι θα τους καταδιώξουν ύστερα από οποιαδήποτε απόπειρα απόδρασης. Και πάλι, όμως, αυτό το κυνηγητό δεν είναι η ταυτότητά του στην ταινία «Μεγάλη απόδραση» του Ζεμπάστιαν Μάιζε. Ακόμη και με τα κλειστοφοβικά πλάνα κομμένα και ραμμένα πάνω του, με τα κάγκελα να «χτίζουν» την εικόνα οριζοντίως και καθέτως, με το σκοτάδι να βάφει τη μισή ταινία, ο Χανς βλέπει ακόμη τη Σελήνη μέσα από τις σιδεριές. «Ολοι ζούμε στον υπόνομο, αλλά κάποιοι από εμάς κοιτάζουν τ’ αστέρια», κατά τον νόμο του Οσκαρ Ουάιλντ. Για να φτάσει το 1968 στην τρίτη κάθειρξη ο Χανς έχει ήδη σβήσει από πάνω του τις χαρακιές των δύο προηγούμενων. Αμέσως μετά την απελευθέρωσή του από το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης συνεχίζει να εκτίνει ποινή φυλάκισης ως ομοφυλόφιλος στη Γερμανία του 1945. Ο φοβισμένος άνθρωπος, πεταγμένος μέσα στην Ιστορία, με τα χέρια γαντζωμένα στην κουβέρτα που σφίγγει πάνω στην κοιλιά του. Μαθαίνει να ζει με το τραύμα καθώς δέχεται τα ραπίσματα του συγκρατούμενού του, ανοιχτά ομοφοβικού στην αρχή Βίκτορ. Πρέπει να μείνει στο σκοτάδι της απομόνωσης, να σκεφτεί για πρώτη φορά πώς θα κάψει με τατουάζ τον αριθμό του στρατοπέδου που έχει στο χέρι, πώς θα σβήσει την προηγούμενη ζωή χωρίς να ξεχάσει.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ