Με τόσες επιτυχημένες διασκευές που έχουν υπάρξει στο παγκόσμιο θέατρο – επομένως και στο ελληνικό – μοιάζει, με την πρώτη ματιά, ως εντελώς ρητορικό το ερώτημα αν και κατά πόσο ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα ή ακόμη και ένα διήγημα μπορεί να μεταφερθούν με το αζημίωτο στη σκηνή. Ακόμη και αν δεν αντλούσαν το κοινό τους τόσο η λογοτεχνία όσο και το θέατρο από την ίδια σχεδόν δεξαμενή και πάλι θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται για δύο τέχνες που η επικοινωνία και η αυθόρμητη ανταλλαγή πολύ ουσιαστικών τους στοιχείων, τις μεταβάλλει σε ένα είδος συγκοινωνούντων δοχείων και πολλαπλασιάζει την ήδη τεράστια μέσα στον κόσμο εμβέλειά τους. Ο σεβασμός σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης δεν προϋποθέτει τη στεγανοποίησή της, αντίθετα διευρύνει τα όρια της ελευθερίας στην προσέγγισή της φτάνει να τηρείται ως προϋπόθεση ο όρος που είχε θέσει στις αρχές του περασμένου αιώνα ο σκηνογράφος Πάνος Αραβαντινός (σύμφωνα με μαρτυρία του Δημήτρη Μυράτ) όταν ρωτήθηκε πώς ανεβαίνει ένα θεατρικό έργο στη σκηνή: «με τέχνη», είχε απαντήσει λακωνικότατα ο σπουδαίος κατά τον Γιάννη Τσαρούχη αυτός καλλιτέχνης. Επιχαίρουμε γιατί η τόσο δύσκολα κατορθωμένη σύμπνοια ανάμεσα στους καλλιτέχνες φαίνεται να πρυτανεύει στο σημερινό μας αφιέρωμα με τις απαντήσεις έξι ανθρώπων του θεάτρου με διαφορετικό προσανατολισμό και όραμα ο καθένας τους, όπως η Μιμή Ντενίση, η Εφη Θεοδώρου, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο Σωτήρης Χατζάκης, ο Δημήτρης Τάρλοου και ο Αρης Τρουπάκης.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ