Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Μονή Κηπίνας
Πίσω στο 1212
Ενα πέτρινο μονοπάτι κι ένα ξύλινο γεφύρι είναι ο τρόπος για να φτάσει ο επισκέπτης στα σπλάχνα ενός σπηλαίου και να βρεθεί στην καρδιά της Μονής Κηπίνας. Μια επιγραφή στην είσοδο ενημερώνει ότι το μοναστήρι, που σήμερα δεν κατοικείται, χτίστηκε το 1212 και είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μια μικρή εκκλησία – το καθολικό της μονής – λαξεύτηκε στον βράχο και κοσμείται με τοιχογραφίες του 17ου αι., ενώ δίπλα βρίσκεται σπήλαιο μήκους 240 μ. που οδηγούσε στην κοίτη υπόγειου ποταμού. Από τα παράθυρα του μοναστηριού η θέα κόβει την ανάσα, ενώ μια στάση στην κουζίνα θα σας αποζημιώσει, καθώς το εκ πρώτης όψεως ξύλινο ντουλάπι δεν είναι παρά η πόρτα για μια κρύπτη που χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Το Γεφύρι της Πλάκας
Κατέρρευσε την ημέρα των εγκαινίων του το 1863. Χώριζε την Ελλάδα από την Οθωμανική αυτοκρατορία τη δεκαετία του 1880, καθώς ο Άραχθος που κυλούσε κάτω από το τόξο της αποτελούσε το σύνορο μεταξύ των δύο χωρών. Λίγο έλειψε να σφραγίσει την εθνική συμφιλίωση καθώς πλάι του υπογράφηκε η ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ ΕΑΜ -ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ τον Φεβρουάριο του 1944, η οποία εν συνεχεία καταστρατηγήθηκε. Εβδομήντα ένα χρόνια αργότερα, το 2015, κατακρημνίστηκε όταν ο Άραχθος υπερχείλισε μετά από σφοδρή νεροποντή. Τα διάσπαρτα μέσα στα νερά ογκώδη κομμάτια του ωστόσο - ορισμένα από τα οποία ζυγίζουν ακόμη και 400 τόνους - δεν αποδείχθηκαν αρκετά ώστε να γραφεί η τελευταία σελίδα στην ιστορία του γεφυριού. Το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων και το τρίτο μεγαλύτερο της Ευρώπης, με άνοιγμα 40 μ, ύψος 20 μ. και συνολικό μήκος 61 μ., καμωμένο από 35.000 πέτρες, δεν “αναστήθηκε” απλώς. Η ανακατασκευή του αποτέλεσε αφορμή να αποκωδικοποιήσουν οι επιστήμονες σήμερα τις τεχνικές των παλιών μαστόρων. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο πρωτομάστορας Κώστας Μπέκας το 1866 (μετά την κατάρρευση του 1863) χρησιμοποίησε το ασπράδι από 20.000 αυγά και το τρίχωμα από 3.000 αιγοπρόβατα για να φτιάξει το συγκολλητικό μείγμα για το κουρασάνι της πέτρινης κατασκευής. Αποτέλεσε αφορμή επίσης για να ανακαλύψουν μυστικά που δεν γνώριζαν όπως ότι στα θεμέλια υπήρχε μεταλλικός σκελετός από βρετανικό σίδηρο. Και τελικά να επιστρέψει στην αρχική του θέση, στεφανώνοντας τον Άραχθο, ενώνοντας τα Ιωάννινα με την Άρτα και χαρίζοντας στην Ελλάδα ένα βραβείο αντίστοιχο των Όσκαρ που αφορά στην Πολιτιστική Κληρονομιά, το Εuropa Nostra. Έλληνες, Αλβανοί και Πακιστανοί τεχνίτες της πέτρας, κι ας μην είχαν δουλέψει ξανά σε γεφύρι, έπιασαν σφυριά και καλέμια και λάξευαν κάθε μέρα έως και 15 λίθους, εκτός κι αν έπρεπε να δουλέψουν θολίτες, ύψους 80 εκ. οπότε μπορούσαν να ολοκληρώσουν ως και τρεις την ημέρα όπως μας λέει ο Κώστας Πλιακοπάνος, που είχε μάθει την τέχνη από τον λιθοξόο παππού του. Στο γεφύρι χρησιμοποιήθηκε το 30% του αρχικού υλικού, ενώ τα βαριά κομμάτια αυθεντικού υλικού ενδεχομένως να αξιοποιηθούν για μελλοντικό μουσείο της τέχνης των λιθοξόων.
Το Ορραον
Σπίτια του 4ου αι. π.Χ.
Σαν να πέτρωσαν στον χρόνο μοιάζουν τα σπίτια στη σχεδόν άγνωστη στο ευρύ κοινό πόλη των αρχαίων Μολοσσών, το Ορραον, μια από τις τέσσερις του Κοινού των Ηπειρωτών που αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους. Λιθόκτιστες, όρθιες ως τον δεύτερο όροφο – σε ύψος 5-7 μ. –, με τα παράθυρα και τις τρύπες για τα δοκάρια των εσωτερικών ξύλινων πατωμάτων ανέπαφα, αποτελούν σπάνιο δείγμα διατήρησης ιδιωτικών οικιών του 4ου αι. π.Χ. Τέσσερα από τα συνολικά 100 σπίτια που απλώνονταν στους 12 στενούς παράλληλους δρόμους που διασταυρώνονται με δύο κάθετους εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη που φτάνει στον κρυμμένο αρχαιολογικό χώρο σε υψόμετρο 345 μ. Δεκαεννέα πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούν ως τον στρωμένο με πήλινα όστρακα πυθμένα της μεγάλης δεξαμενής όπου συγκεντρωνόταν το βρόχινο νερό για την ύδρευση της πόλης που φύλασσε το πέρασμα από τον Αμβρακικό Κόλπο προς το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και φιλοξενούσε περί τους 2.000 κατοίκους.
Αγία Θεοδώρα
Με κιονόκρανα της Νικόπολης
Ενα τόξο που οι ντόπιοι το αποκαλούν Δόξα – κατάλοιπο του παλιού περιβόλου – υποδέχεται όσους φτάνουν στον ναό της πολιούχου της Αρτας, της βασίλισσας και μετέπειτα Αγίας Θεοδώρας. Χτισμένος πάνω στο πρυτανείο της αρχαίας Αμβρακίας, ο ναός του Αγίου Γεωργίου του 11ου αι. ανακαινίστηκε το 1270 από τη σύζυγο του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’, βασίλισσα Θεοδώρα, κι όταν αργότερα κηρύχθηκε αγία πήρε το όνομά της. Τα κιονόκρανα προέρχονται πιθανόν από κτίρια της αρχαίας Νικόπολης, ενώ στην είσοδο του ναού βρίσκεται ο μαρμάρινος τάφος της Αγίας Θεοδώρας, στην επιφάνεια του οποίου απεικονίζεται η ίδια με τον γιο της Νικηφόρο (φωτογραφία). Τα λείψανά της ωστόσο βρίσκονται σε ασημένια λάρνακα δίπλα από το ιερό.
Ναός Παρηγορήτισσας
Βυζαντινή και γοτθική αρχιτεκτονική
Μπορεί καμία εκκλησία να μη μοιάζει με την Παρηγορήτισσα στην Αρτα, όμως άγνωστος παραμένει ο αρχιτέκτονας που επιχείρησε με μοναδικό τρόπο να «παντρέψει» τη βυζαντινή με τη γοτθική αρχιτεκτονική και να πλάσει έναν ναό που εξωτερικά μοιάζει στα χαμηλά του μέρη με ιταλικό παλάτσο της πρώιμης Αναγέννησης και πιο ψηλά με βυζαντινή εκκλησία. Παραστάδες και κίονες επ’ αυτών στηρίζουν τον τρούλο με τον ψηφιδωτό Παντοκράτορα του ναού, που χτίστηκε στα χρόνια του Νικηφόρου Κομνηνού Δούκα και της συζύγου του Αννας Παλαιολογίνας, στα τέλη του 13ου, στον οποίο ενσωματώθηκε προϋπάρχων μικρότερος. Κιονίσκοι με οξυκόρυφα τοξύλλια, που θυμίζουν αντίστοιχα γοτθικά, συνυπάρχουν με ανάγλυφες παραστάσεις, έργα τεχνιτών από τη Δύση. Εξωτερικά, δίπλα στο ιερό, δυο κοκκινωπές πέτρες αποτελούν μάρτυρες του θρύλου που θέλει τον πρωτομάστορα και τον άξιο κάλφα του να αλληλοπαρασύρονται από ζήλεια στον θάνατο και τα κεφάλια τους να απολιθώνονται πλάι στο ξεχωριστό τους έργο.
Κάστρο της Αρτας
Ο κρατούμενος Μακρυγιάννης
Χτισμένο πάνω στο τείχος της αρχαίας Αμβρακίας, το κάστρο της Αρτας, που ανεγέρθηκε το 1230 από τον Μιχαήλ Β’, ηγεμόνα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της σημαντικής μεσαιωνικής ιστορίας της Αρτας. Πολυγωνικό, καλύπτει επιφάνεια 40 στρεμμάτων και υπήρξε πολύ ισχυρό – το πάχος των τειχών αγγίζει τα 2,5 μ. και το ύψος τους τα 10 μ. – καθώς δεν καταλήφθηκε ποτέ. Εκτός από την αρχαία και τη βυζαντινή του φάση το κάστρο δέχθηκε επεμβάσεις και κατά την οθωμανική περίοδο, οπότε λειτούργησε και ως φυλακή, στην οποία κρατήθηκε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Στο εσωτερικό του, εκτός από το μικρό λυόμενο θεατράκι και τα μικρά κτίρια στο Ουτς Καλέ, στέκει ερειπωμένο και το παλιό Ξενία, που δεν έχει καταφέρει ακόμη να βρει τον ρόλο του και να αξιοποιηθεί καταλλήλως.