Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η πρόσφατη δημοσκόπηση της GPO ξεπερνά τις κλασικές πολιτικές έρευνες και επιχειρεί μια συστηματική διερεύνηση του χώρου του Κέντρου, της σοσιαλδημοκρατίας, της Κεντροαριστεράς και των συσχετισμών που διαμορφώνονται μέσα στο εκλογικό σώμα.
Η απορρύθμιση του κομματικού συστήματος μετά τις εκλογές του 2012 είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μεταβολή στη σχέση των ψηφοφόρων με τα πολιτικά κόμματα και τη διαμόρφωση νέων τάσεων και δυνάμεων που αλληλεπιδρούν και ανταγωνίζονται στο κομματικό περιβάλλον. Είναι κοινή διαπίστωση τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή βιβλιογραφία που μελετά την εκλογική συμπεριφορά η γενικευμένη πτωτική τάση στα επίπεδα της κομματικής ταύτισης στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες, που σε γενικές γραμμές αποτελούν και τις πιο σταθερές δημοκρατίες.
Αυτή η απουσία κομματικής ταύτισης ευνοεί σε μεγάλο βαθμό τη συγκέντρωση ενός σημαντικού ποσοστού του εκλογικού σώματος στον χώρο που πολιτικά περιγράφεται ως Κέντρο και γύρω του περιστρέφονται οι έννοιες της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς. Πολιτικά η έννοια του Κέντρου χαρακτηρίζεται καταρχήν από μια μετριοπαθή συνολικά οπτική, μια στάση που δεν είναι αφοριστική προς τη μια ή την άλλη πλευρά, αλλά προσπαθεί στην ουσία να αντλήσει πρακτικές και εργαλεία και από τις δυο πλευρές του ιδεολογικού φάσματος.
Ο βαθμός σταθερότητας της ψήφου, συσχετιζόμενος με τον ιδεολογικό αυτοχαρακτηρισμό των πολιτών, αποδεικνύει σε μεγάλο βαθμό και εξηγεί τον κομματικό ανταγωνισμό για την προσέλκυση αυτών των ψηφοφόρων που τοποθετούνται στο Κέντρο. Συγκεκριμένα, από το 2015 το 63% του εκλογικού σώματος ψηφίζει σταθερά το ίδιο κόμμα. Μεταξύ των κεντρώων ψηφοφόρων το ποσοστό αυτό βρίσκεται στο 46%, γεγονός που επιβεβαιώνει την έλλειψη κομματικής ταύτισης του συγκεκριμένου ακροατηρίου, ενώ ταυτόχρονα περιγράφει ποσοτικά τη θεωρία της «δανεικής ψήφου» αυτών των στρωμάτων, που πέρα από ιδεολογικούς, συναισθηματικούς, οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς προτάσσουν το κριτήριο της ορθολογικότητας και σε μεγάλο βαθμό της ατομικότητας της ψήφου.
Η εκλογική ταλάντωση λοιπόν της συγκεκριμένης ομάδας είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το υπόλοιπο εκλογικό σώμα και καθορίζεται κάθε φορά από διαφορετικά και όχι σταθερά κριτήρια ψήφου. Σε μεγάλο βαθμό η μετακίνηση αυτή προσδιορίζει και τον τελικό νικητή της εκάστοτε εκλογικής αναμέτρησης.
Από μόνη της όμως αυτή η ομάδα ψηφοφόρων δεν μπορεί να συγκροτήσει μια αυτόνομη και με βάθος πολιτική οντότητα, με χαρακτηριστικότερο πρόσφατο παράδειγμα το Ποτάμι. Λειτουργεί περισσότερο συμπληρωματικά στις δυο βασικές ιδεολογικές αφετηρίες της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς που συνεχίζουν να αποτελούν τον πυρήνα των κομμάτων εξουσίας στην Ελλάδα.
Μετακινούμενα λοιπόν προς τον χώρο του Κέντρου, τα πολιτικά κόμματα κινδυνεύουν να απολέσουν τις ιδεολογικές τους σταθερές και να δυσαρεστήσουν τους ψηφοφόρους αυτούς που συνεχίζουν να έχουν μια ισχυρή αίσθηση κομματικής ταύτισης. Η προσέγγιση του κεντρώου ακροατηρίου συνιστά μια πολύ δύσκολη άσκηση πολιτικής ισορροπίας του κομματικού ανταγωνισμού και της επαναδιαπραγμάτευσης του πολιτικού πεδίου.
Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής ερευνών GPO