Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Με τον θάνατο της ηθοποιού Εύας Κοταμανίδου αραιώνει, αν δεν εκλείπει εντελώς, το είδος των ηθοποιών που προσήλθαν στο θέατρο από το ενδιαφέρον και την αγάπη τους για τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα του λόγου. Η Κοταμανίδου, παρά τα όσα γράφηκαν, για την πρωταγωνιστική της παρουσία σε κινηματογραφικές ταινίες, υπήρξε κυρίως θεατρική ηθοποιός και το αποτύπωμά της σε δεκάδες ρόλους θα παρέμενε αναμφισβήτητα αλησμόνητο αν το θέατρο δεν ήταν μια τόσο εφήμερη τέχνη. Ωστόσο οι ερμηνείες της ως Κασσάνδρας στην παράσταση των «Τρωάδων» που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Τσαρούχης, ή στο «Φεγγαρόφωτο» του Χάρολντ Πίντερ που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας, αποκάλυπταν μια τεράστια υποκριτική γκάμα που η Κοταμανίδου την υπηρετούσε με τρόπο ώστε το κέρδος να πιστώνεται κυρίως στο περιεχόμενο ενός έργου και λιγότερο ή καθόλου στο φυσικό της πρόσωπο. Γλυκομίλητη ως άνθρωπος, ανήσυχη για καθετί που αφορούσε πολιτικά το σύγχρονο άτομο, χωρίς να απιστεί στις προδιαγραφές μιας εσωτερικής περιπέτειας που η τέχνη όχι μόνο τη βάθαινε αλλά την καθιστούσε και πιο οξεία, αναδείκνυε στις συναναστροφές της τη σημασία ακόμη και της πιο καθημερινής χειρονομίας.
Καθόλου ψεύτικα λαμπερή αλλά και καθόλου μουντή, έμοιαζε να υπαινίσσεται διαρκώς με την παρουσία της μιαν αλήθεια που κοντεύει να ξεχαστεί μέσα στους αλλοπρόσαλλους καλλιτεχνικά - και όχι μόνον - καιρούς μας, ότι ο δημιουργός και ειδικότερα ο ηθοποιός είναι το μέσον, το «όργανο» προκειμένου να εκφραστεί κάτι που υπερβαίνει τον ίδιο και συγκροτεί μια αντικειμενική μαρτυρία του κόσμου μας. Ή όπως το έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης, όταν τον εγκωμίαζαν για όσα θαυμάσια εξέφραζε μιλώντας και γράφοντας, ότι «δεν είμαι εγώ που τα λέω, εγώ είμαι το χωνί». Αν και φαινομενικά υποβίβαζε τον εαυτό του πως είναι δηλαδή ένας εμπνευσμένος καλλιτέχνης, όπως ήθελαν να τον θεωρούν οι άλλοι, στην πραγματικότητα τον εξήρε αναγνωρίζοντας πως είχε αποτελέσει «σκεύος εκλογής» ώστε μέσω του ίδιου να έρθουν στο φως όσα αποκάλυπτε.
Η ίδια η Κοταμανίδου, τώρα, αγαπούσε τους ποιητές, παρενέβαλλε στα κείμενά της στίχους και δεν είχε ποτέ της αρνηθεί να παραστεί χωρίς την ελάχιστη αποζημίωση σε οποιαδήποτε ποιητική εκδήλωση την καλούσαν για να διαβάσει ποιήματα ακόμη και ενός νέου και εντελώς άγνωστου ποιητή. Συνεργάτης για μια τουλάχιστον εικοσαετία της εφημερίδας αυτής υπέγραφε ένα σύντομο αλλά πολύ ουσιαστικό κείμενο κάθε εβδομάδα, σε μια στήλη με τον τίτλο «Ο τόνος του πνεύματος», καταθέτοντας μια πρωτογενή έμπνευση και αγωνία για γεγονότα της κοινωνικής και καλλιτεχνικής καθημερινότητας, μια στήλη που σε αυτήν εναλλάσσονταν ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Γιώργος Σκούρτης και σε αραιότερα χρονικά διαστήματα ο Αλέκος Φασιανός και ο Βασίλης Ζιώγας.
Οποιος έχει συμβεί να κρατήσει αποκόμματα των σύντομων αυτών κειμένων αναγνωρίζει σήμερα, όσον αφορά τους συγγραφείς, πως ενσωματώνονται στο πιο ουσιαστικό μέρος του έργου τους. Η Κοταμανίδου μάλιστα είχε δημοσιεύσει σε έναν κομψό τόμο με τον τίτλο «Με λογισμό και μ' όνειρο» μια επιλογή των κειμένων της αυτών που τον είχε επιμεληθεί ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης. Η διακριτικότητα και η ηρεμία της απόσυρσής της από το θέατρο και της αποχώρησής της πριν από λίγες μέρες από τη ζωή, δεν αποκλείεται να οφείλονται στη μακρόχρονη θητεία της στους κόλπους του Θεάτρου Τέχνης καθώς και άλλοι ηθοποιοί του θεατρικού αυτού συγκροτήματος είχαν περιβάλει τον εαυτό τους με τόση σιωπή πριν από την οριστική τους αποχώρηση ώστε συχνά να αναρωτιόμαστε αν συνέχιζαν να ζούνε ή αν είχαν στο μεταξύ πεθάνει.