Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Προσπαθούμε όλοι να μην αφήσουμε το momentum να χαθεί. Να προλάβουμε όσο είναι ακόμα καιρός να γράψουμε κάτι για τη Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, τη σπουδαία δικαστίνα του Ανώτατου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, που στις 25 Σεπτεμβρίου έχασε τη γενναία μάχη που έδινε εδώ και χρόνια με τον καρκίνο. Να χαράξουμε με ακρίβεια το περίγραμμα της νομικής και πολιτικής κληρονομιάς που αφήνει πίσω της, να αναλογιστούμε τη σημασία που αυτή μπορεί να έχει για τις δικές μας ζωές και για τις ζωές των επόμενων.
Αλλά υπάρχει κάτι που να μην έχει ειπωθεί για την Γκίνσμπεργκ; Για τη συμβολή της στην κοινωνική πρόοδο έχουν γραφτεί βιβλία και άρθρα ων ουκ έστι αριθμός (και θα γραφτούν άλλα τόσα), η ζωή της έγινε ντοκιμαντέρ και ταινία μυθοπλασίας, η βαθιά φιλία της με τον Αντονιν Σκαλία (το αντίπαλον δέος της εντός του Ανώτατου Δικαστηρίου) όπερα (!), η προσωπικότητά της ενέπνευσε εκατομμύρια ανθρώπους στην πατρίδα της αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο τέτοιας πάνδημης θλίψης, τέτοιων εκδηλώσεων λατρείας για θανόντα δικαστή. Οι δικαστές είναι, στερεοτυπικά, αποτυπωμένοι στη συλλογική συνείδηση ως κάτι γκρίζο, αδιάφορο, βαρετό, απρόσιτο και απροσπέλαστο. Κανείς δεν τους κάνει αφίσες πάνω απ' το κρεβάτι του, κανείς δεν αγοράζει μια κούπα καφέ με τη μορφή τους, κανείς δεν νιώθει κάτι μεγάλο να γεννιέται μέσα του διαβάζοντας μειοψηφούσες γνώμες τους. Κανείς δεν θέλει να βγάλει φωτογραφίες μαζί τους. Αλλά η RBG δεν ήταν μια συνηθισμένη δικαστίνα. Τα τελευταία, ιδίως, χρόνια της ζωής της, οι άνθρωποι την αντιμετώπιζαν σαν ροκ σταρ.
Στην πραγματικότητα, η RBG κλήθηκε να «εφεύρει» τον εαυτό της και τον ρόλο της. Επειτα από πολυετή πετυχημένη δικηγορία και ακαδημαϊκή καριέρα, ήταν η δεύτερη, μόλις, γυναίκα που διορίστηκε ποτέ στο Ανώτατο Δικαστήριο, δώδεκα χρόνια μετά τον διορισμό τής μετριοπαθούς συντηρητικής δικαστίνας Σάντρα Ντέι Ο'Κόνορ από τον πρόεδρο Ρίγκαν το 1981. Η δική της, όμως, μετριοπαθής φωνή έμελλε στο πέρασμα του χρόνου να γίνεται όλο και πιο δυνατή, λειτουργώντας αντιστικτικά προς τη νεοσυντηρητική στροφή της χώρας της κατά την οκταετία Μπους. Οι μειοψηφούσες γνώμες της (ορισμένες εκ των οποίων διανθισμένες με εκπληκτικά one-liners) έγιναν φάρος για όποιον ονειρευόταν μια πιο ανοιχτή και δίκαιη κοινωνία, με ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας για τα πιο αδύναμα μέλη της και περισσότερες ευκαιρίες για όσους ακόμα και σήμερα αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. «Οι μειοψηφούσες γνώμες», έλεγε, «συνομιλούν με το μέλλον. Δεν είναι τόσο απλό να πεις "οι συνάδελφοί μου σφάλλουν, κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να γίνει κάτι άλλο". Αλλά οι πιο σπουδαίες μειοψηφούσες γνώμες γίνονται απόψεις του δικαστηρίου και σταδιακά, στο πέρασμα του χρόνου, εδραιώνονται ως η κρατούσα γνώμη».
Ακόμα και ενδυματολογικά χρειάστηκε να εφεύρει τον εαυτό της η RBG, αντιδρώντας στο γεγονός ότι οι τήβεννοι των ανώτατων δικαστών ήταν σχεδιασμένες μόνο για άνδρες. Καθιέρωσε τους περίφημους λευκούς δαντελωτούς γιακάδες (μεταγενέστερα και υπέροχα έθνικ κοσμήματα), οι οποίοι σηματοδοτούσαν τη συμφωνία ή τη διαφωνία της και επρόκειτο να γίνουν τελικά σήμα κατατεθέν της και στοιχείο της ποπ κουλτούρας. Και ήταν με έναν τέτοιο πειραγμένο γιακά στο εξώφυλλο, σχεδιασμένο απ' τον Bob Staake, του «New Yorker» που την αποχαιρέτησε.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ. Η RBG δεν θα ήταν αυτή που ήταν αν δεν τη χαρακτήριζε μια σειρά από ενδιαφέρουσες αντιφάσεις. Ηταν μια συνεσταλμένη γυναίκα που είχε το χάρισμα να μετατρέπεται σε συναρπαστική δημόσια ομιλήτρια. Ενα είδωλο του φεμινιστικού κινήματος που έζησε μια ήσυχη και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, πιστώνοντας πάντα και μεγαλοφώνως ένα μεγάλο μέρος της λαμπρής πορείας της στον σύζυγό της. Μια νομικός που δεν φοβήθηκε ποτέ να συγκρουστεί και να διαχωρίσει τη θέση της, αλλά ταυτόχρονα επιζητούσε τη διαμόρφωση συναινέσεων μέσα στο δικαστήριο που υπηρετούσε και τόνιζε συνεχώς την ανάγκη εθνικής συνεννόησης στην αμερικανική πολιτική ζωή χάριν του γενικού συμφέροντος.
Οι μάχες της δεν υπήρξαν ποτέ μάχες οπισθοφυλακών αλλά υψηλού συμβολισμού μάχες αρχών και αξιών. Κι ίσως, τελικά, η μεγαλύτερη νομική και πολιτική παρακαταθήκη τής RBG να είναι η αντίληψη ότι οι διατάξεις του Συντάγματος, του καταστατικού χάρτη μιας έννομης τάξης, δεν είναι απλώς λέξεις χαραγμένες στην πέτρα που πρέπει να ερμηνεύονται με εμμονική προσκόλληση στο γράμμα τους ή με αναγωγή στην ιστορική βούληση του νομοθέτη. Αλλά ζωντανά κείμενα που διέπουν τη ζωή των σύγχρονων κοινωνιών και πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ώστε να δικαιώνεται το πνεύμα και η οικονομία τους.
Η RBG μάς έκανε, τελικά, να νιώσουμε ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή. Κι ότι οι δικαστές δεν είναι απλώς και μόνο το στόμα που προφέρει τα λόγια του νόμου, αλλά το χέρι το οποίο παρεμβαίνει αποφασιστικά για να διορθώσει, μέσα στα όρια της εξουσίας του, τη συστημική ανισότητα και αδικία, που ναρκοθετούν τη ζωή κάθε δημοκρατικής κοινωνίας.
Ο Φοίβος Μπότσης είναι νομικός, συγγραφέας, ειδικός σε θέματα πολιτικής του πολιτισμού