Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η απόπειρα του ΚΙΝΑΛ να επικοινωνήσει την αριστερή αντιπολιτευτική του στρατηγική και να υπενθυμίσει τις ιστορικές, ριζοσπαστικές ιδεολογικές του ρίζες στις κοινωνικές ομάδες που διεκδικεί ανταγωνιστικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, αντιμετωπίστηκε σκωπτικά και με διάθεση χλευασμού. Οχι άδικα ως ένα βαθμό, εφόσον κατά κοινή ομολογία η αφίσα με την υψωμένη γροθιά στο φουγάρο ενός εργοστασίου σε έντονο κόκκινο φόντο παρέπεμπε σε άλλες εποχές και σε άλλους πολιτικούς χώρους, προδίδοντας την αδυναμία του κόμματος να σκέφτεται με σημερινούς όρους και την επίμονη προσκόλληση στις αναμνήσεις της πρώτης νιότης των στελεχών του. Ωστόσο, η ευρύτερη απαξιωτική αντιμετώπιση της κριτικής απέναντι στις φιλελεύθερες ορθοδοξίες για ζητήματα ανάπτυξης και εργασίας είναι λανθασμένη. Η επικράτηση της ΝΔ δεν σημαίνει «το τέλος της ιστορίας» και η κεντροαριστερή αντιπολίτευση έχει τον θεσμικό χώρο και χρόνο να αναστοχαστεί τη θέση της απέναντι στην κυβέρνηση και να οριοθετήσει μία σύγχρονη ριζοσπαστική, προοδευτική ταυτότητα που μπορεί να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα συμφέροντα των εργαζομένων, της μεσαίας τάξης και των πιο αδύναμων στρωμάτων στην κατανομή του εισοδήματος.
Η άστοχη επικοινωνία είναι εκδήλωση εσωτερικής σύγχυσης και αμηχανίας που βέβαια τέμνει ολόκληρη την ευρωπαϊκή Αριστερά και σοσιαλδημοκρατία, αλλά τα ζητήματα των ανισοτήτων, της σχέσης οικονομικής ανάπτυξης και αύξησης των πραγματικών μισθών, της υπεράσπισης των εργασιακών δικαιωμάτων και του ρόλου του κοινωνικού κράτους είναι απολύτως υπαρκτά. Μπορεί η έμφαση στη μείωση των φόρων και στη μεγαλύτερη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας να ευνοούν το επιχειρηματικό περιβάλλον και τις επενδύσεις που είναι προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά τόσο η ιστορική εμπειρία όσο και οι θεωρητικές οικονομικές προσεγγίσεις δεν θεωρούν καθόλου αυτονόητο ότι η μείωση των ανισοτήτων, η αύξηση των μισθών και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων είναι μία φυσική εξέλιξη που συμβαίνει υπό κάθε συνθήκη. Η αύξηση της παραγωγής και του εισοδήματος είναι ο πυλώνας της κυβερνητικής στρατηγικής, αφήνοντας ωστόσο μεγάλο περιθώριο κριτικής και στοχασμού πάνω στο είδος της ανάπτυξης και την κατανονή του εισοδήματος, στην ποιότητα των νέων θέσεων εργασίας και στον ρόλο των κοινωνικών επενδύσεων για τη μείωση των ανισοτήτων και της φτώχειας. Τα ζητήματα αυτά ασφαλώς δεν είναι νέα, αντιθέτως ορίζουν τον παραδοσιακό πυρήνα της ιδεολογικής σύγκρουσης προοδευτικών - συντηρητικών και κατά μία έννοια αποτυπώνουν μία νέα πολιτική κανονικότητα στον πολιτικό ανταγωνισμό. Αυτό, όμως, που έχει αλλάξει δραματικά σε σχέση με το παρελθόν είναι η νέα κοινωνική διαστρωμάτωση, η φύση της εργασίας και οι νέες τεχνολογίες, η σχέση εργασίας, κεφαλαίου και νέας επιχειρηματικότητας, οι δημοσιονομικοί και οικονομικοί περιορισμοί της δημογραφικής γήρανσης, οι μεταναστευτικές ροές, οι δυναμικές της διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης.
Η προοδευτική προσέγγιση αυτών των ζητημάτων και η αξιόπιστη κριτική απέναντι στις φιλελεύθερες θέσεις είναι πολιτικά ζητούμενα της εποχής και δείχνει ότι στην πραγματικότητα υπάρχει ζωτικός χώρος για μία νέα και σύγχρονη Αριστερά. Η διαμόρφωση μίας σύγχρονης προοδευτικής θέσης προϋποθέτει αλλαγή τρόπου σκέψης, εγκατάλειψη της ιδεολογικής οκνηρίας και της μεταφυσικής των ιστορικών αναμνήσεων, διαμόρφωση προτάσεων πολιτικής με συνέπεια και σταθερότητα, ορθολογική προσέγγιση της πολιτικής. Τότε, ο επικοινωνιακός συμβολισμός της τσιμινιέρας ή οποιουδήποτε άλλου συμβόλου θα αποκτούσε ουσιαστικότερο περιεχόμενο και κοινωνική αναφορά.