Στη σημερινή ψηφιακή εποχή συχνά γίνεται σύγχυση, σκόπιμη ή όχι, μεταξύ πληροφορίας και γνώσης, σε σημείο που πολλές φορές οι όροι αυτοί ταυτίζονται. Ομως η διαφορά μεταξύ των δύο όρων είναι σημαντική. Η γνώση προϋποθέτει τη δυνατότητα ενός ανθρώπου να επεξεργάζεται την πληροφορία και μέσα από μια σύνθετη διανοητική διαδικασία να τη μετασχηματίζει σε γνώση, ώστε να την κατανοεί και να την εντάσσει στο πνευματικό του κεφάλαιο.

Η επεξεργασία αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την ενεργό παρέμβαση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και ευρύτερα της παιδείας. Και όσο περισσότερο εύκολη και ταχεία είναι η μετάδοση των πληροφοριών, τόσο σημαντικότερη γίνονται η σημασία και ο ρόλος του εκπαιδευτικού, του δασκάλου. Ο δάσκαλος από το Δημοτικό, στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο και στο Πανεπιστήμιο είναι ο καταλύτης της μετατροπής της πληροφορίας σε γνώση. Με την παρέμβασή του στη μαθησιακή διαδικασία καταβάλλει μεγάλη διανοητική προσπάθεια να βοηθήσει τον διδασκόμενο να κατανοήσει το περιεχόμενο μιας πληροφορίας και να τη μετατρέψει σε πραγματική γνώση.

Γι’ αυτόν τον λόγο η μαθησιακή διαδικασία αποτελεί «μυσταγωγία», όπου η πληροφορία μετατρέπεται σε γνώση, η οποία ανοίγει τους διανοητικούς ορίζοντες των διδασκομένων. Η διαδικασία αυτή είναι συχνά εξαντλητική, όταν είναι πραγματική, καθώς μεταφέρεται το πνευματικό κεφάλαιο που έχει συσσωρεύσει ο δάσκαλος στους διδασκομένους.

Ο εκπαιδευτικός, όταν είναι πραγματικός δάσκαλος, έχει πλήρως κατανοήσει το γνωστικό του αντικείμενο, μπορεί να αποσυνθέσει και να ανασυνθέσει τις πληροφορίες, δηλαδή το σύνολο των γνώσεων που αφορούν σε ένα ζήτημα. Ο δάσκαλος δεν μεταφέρει απλώς γνώσεις, δεν προσπαθεί να «γεμίσει» τους εγκεφάλους των διδασκομένων με πληροφορίες, αλλά να τους προκαλέσει να συλλογιστούν πάνω σ’ αυτές, να τις επεξεργασθούν, να τις αναλύσουν, μετουσιώνοντάς τες σε γνώση, ώστε να αυξήσουν και να βελτιώσουν το πνευματικό κεφάλαιο που οι διδασκόμενοι διαθέτουν. Στη σημερινή εποχή ο ρόλος αυτός του δασκάλου στη μαθησιακή διαδικασία έχει δυστυχώς απαξιωθεί για δύο βασικούς λόγους:

Ο πρώτος αφορά τη λανθασμένη, αλλά αυξανόμενη βεβαιότητα ότι ο ορυμαγδός των πληροφοριών που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο αποτελεί γνώση. Θεωρείται δηλ. ότι είναι αρκετό ο σημερινός πολίτης να είναι απλώς πληροφορημένος, δεν χρειάζεται να είναι και μορφωμένος.

Ο δεύτερος λόγος αφορά τη δυσκολία και το κόστος που συνεπάγεται η μαθησιακή διαδικασία. Στις μέρες μας η ρήση του Λουκιανού, ότι η παιδεία απαιτεί και χρόνο και κόπο και μεγάλη δαπάνη είναι όσο ποτέ επίκαιρη: «…έστι ουν παιδεία και πόνου πολλού και χρόνου μακρού και δαπάνης ου μικράς».

Στην εποχή της ταχύτητας και της «χρήσιμης πληροφορίας» φαίνεται ότι δεν είναι απαραίτητη η γνώση. Ετσι, οι πολλοί μπορούν να αρκεστούν στην κατοχή πληροφοριών, ενώ μόνο λίγοι θα κατακτήσουν τη γνώση, η οποία για να κατακτηθεί χρειάζεται χρόνο, κόπο και κόστος.

Επιπλέον, δύσκολα οι κυβερνήσεις των διαφόρων χωρών είναι διατεθειμένες να υιοθετήσουν απαιτητικές εκπαιδευτικές πολιτικές για να μη δυσαρεστήσουν τους ψηφοφόρους τους, ενώ πολύ συχνά συμβαίνει το αντίθετο.

Βέβαια, ανά τους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας πάντοτε λίγοι κατακτούσαν τη γνώση, και αυτό ήταν τότε αποδεκτό. Σήμερα, που υποτίθεται ότι  δικαίωμα στη γνώση έχουν όλοι οι πολίτες, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Το χειρότερο όμως είναι, ότι έχει δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση ότι οι μορφωμένοι πολίτες αποτελούν, στις ανεπτυγμένες χώρες, την πλειονότητα της κοινωνίας.

Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής της Σχολής Οικονομικών

και Πολιτικών Επιστημών και αντιπρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών