Στις ΗΠΑ οι δομικές αλλαγές στο κράτος γίνονται συνήθως στη δεύτερη θητεία ενός προέδρου. Η συνείδηση πως ό,τι κι αν γίνει δεν υπάρχει περιθώριο επανεκλογής τούς ελευθερώνει τα χέρια – κυρίως, όμως, τους δίνει το δικαίωμα να πουν πως ό,τι έκαναν δεν το έκαναν για μια ακόμα μέρα στην εξουσία, αλλά γιατί το πίστευαν πραγματικά. Η Ευρώπη αυτές τις μέρες ζει την άλλη πλευρά της πολιτικής, την πιο κυνική, την πιο υπολογιστική. Στην Βρετανία, μια παράταξη που στήριξε το Brexit αρνείται τώρα την καλύτερη συμφωνία που θα μπορούσε να πάρει ποτέ, αυξάνοντας την πιθανότητα για «no deal». Και στην Ελλάδα, κάθε μέρα που περνάει, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο πως το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ έπρεπε να είχε ανοίξει σε διαφορετικό χρόνο, από μια άλλη κυβέρνηση.

Οχι γιατί αυτή που έχουμε τώρα είναι «εθνοπροδοτική», ούτε γιατί η συμφωνία που έφερε είναι κακή. Το πρόβλημα κρύβεται στον τρόπο και στις προθέσεις. Οι Πρέσπες ήρθαν χωρίς να ενημερωθεί κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και με σκοπό να καταστρέψουν τους πολιτικούς αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ. Ενα πάγιο αίτημα της Αριστεράς, η λύση στο Μακεδονικό, έγινε παιχνίδι στα χέρια ανθρώπων που περισσότερο ενδιαφέρονται για το νέο προεκλογικό τους αφήγημα παρά για την ουσία της υπόθεσης. Με μια καλοστημένη, αυθόρμητη εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής, οι Πρέσπες έγιναν η πρώτη πράξη πάνω στην οποία ο Αλέξης Τσίπρας θα μιλήσει για την «ακραία ΝΔ» και το «συντηρητικό Κίνημα Αλλαγής». Σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν νοιάζεται για το εθνικό συμφέρον και η Φώφη Γεννηματά «θα απαντήσει στην Ιστορία» γιατί δεν συναινεί στα προοδευτικά μέτωπα.

Το πιο βασικό πρόβλημα, όμως, κρύβεται εντέχνως. Εδώ και μέρες όσοι θα ψηφίσουν τη συμφωνία δέχονται απειλές στα σπίτια και στα γραφεία τους. Βλέπουν τα πρόσωπά τους σε αφίσες που μιλούν για προδότες. Στην κυβέρνηση μιλούν για «ακροδεξιά φαινόμενα που πρώτη φορά έχει δει ο τόπος», ξεχνώντας τις κρεμάλες του 2012, τους δημόσιους ξυλοδαρμούς, τους προπηλακισμούς για τον Σταύρο Δήμα και τις αφίσες στις οποίες «καταζητούνταν» βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Ξεχνώντας πως αυτού του είδους τη διχαστική διαμαρτυρία οι ίδιοι την έφεραν στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι ευθύνες τους δεν ξεπλύθηκαν με την αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από την κυβέρνηση – «δεν θα τολμάτε να βγείτε από τα σπίτια σας» είχε ακουστεί τότε στη Βουλή. Οι συμπεριφορές αυτές δεν δικαιολογούνται και δεν δικαιολογούν. Αποτελούν κομμάτια ενός εμφυλιοπολεμικού κύκλου που τρέφει μόνο όσους απεγνωσμένα ζητούν λίγη εξουσία.

Και όσοι πιστεύουν πραγματικά πως ήρθε η ώρα το Μακεδονικό να λυθεί αναγκάζονται να μείνουν αμήχανοι, σιωπηλοί απέναντι σε όσα εξελίσσονται. Οι επιλογές που τους δίνονται είναι δύο. Να υποστηρίξουν αυτό που πιστεύουν για σωστό, στηρίζοντας παράλληλα μια κυβέρνηση που δεν νοιάστηκε ποτέ για τίποτα πέρα από τον εαυτό της, καταστρέφοντας κομμάτι κομμάτι ό,τι έχει απομείνει από το κράτος. Ή να απαρνηθούν τις αξίες τους και τις αρχές τους, αρνούμενοι να ζυγιστούν πλάι στον Παππά και τον Πολάκη. Και καλά, όσοι βρίσκονται μέσα στο Κοινοβούλιο πρέπει να πάρουν μια κάποια θέση. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν να προτιμούν τη σιωπή – και αν πιστέψουμε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, «στο τέλος δεν θα θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας, αλλά τη σιωπή των φίλων μας».