Φωτεινή παρένθεση στην επαρχιώτικα μαρξιστική ανάλυση της τέχνης, το κυρίαρχο τρεντ των εφηβικών αθηναϊκών μου χρόνων, η παρέμβαση του Τίτου Πατρίκιου: το έργο τέχνης είναι αυτό που δίνει ακριβείς πληροφορίες για το ιστορικό του πλαίσιο, ακόμα και για τη βιογραφία του καλλιτέχνη, σπάνια συμβαίνει το αντίθετο.

Ενώ οι κοινωνικές επιστήμες αδυνατούν να «προβλέψουν το παρελθόν», η λογοτεχνία ενίοτε προτρέχει του παρόντος. Εντυπωσιακό παράδειγμα ο Μισέλ Ουελμπέκ. Κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, ψυχολόγοι, βάζει ο καθείς τον μαϊντανό του για να τονίσει πόσο η «Σεροτονίνη», το τελευταίο του μυθιστόρημα, έχει προβλέψει την εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων.

Ο Aymeric d’ Harcourt, γόνος μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας γαιοκτημόνων, αποφασίζει να δουλέψει ο ίδιος τη γη του. «Ο πατέρας μου με προειδοποίησε πως η αγροτική εργασία είναι ασύμβατη με την οικογένειά μας. Και είναι φοβερό ότι ενώ αυτός δεν έκανε στη ζωή του άλλο από το να πηγαίνει σε γάμους, κηδείες, έφιππα κυνήγια, στο Jockey Club για κανένα ποτηράκι, και επισκέψεις στις ερωμένες του, άφησε άθικτη την οικογενειακή περιουσία. Εγώ σκοτώνομαι στη δουλειά από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα με ποιο αποτέλεσμα; Φτωχαίνω την οικογένεια» εξηγεί στον αφηγητή Florent-Claude. Με την τιμή του γάλακτος να κατρακυλά λόγω του «ανταγωνισμού», ο Aymeric, περήφανος που αρμέγει ο ίδιος τις αγελάδες του για βιολογική παραγωγή, βρίσκεται στην ίδια τραγική κατάσταση με τους συναδέλφους: αναγκάζεται να ξεπουλάει τη γη του για να ξεπληρώσει την επένδυσή του. Θα αυτοκτονήσει δημόσια σε μια διαδήλωση, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν από την αστυνομία δέκα διαδηλωτές.

Αριστοκράτες γαιοκτήμονες που η αγάπη και ο σεβασμός τους για τη γη αποδίδουν προϊόντα που δεν καταφέρνουν καν να καλύψουν τα έξοδα της παραγωγής τους χρησιμοποιεί παραδειγματικά και ο Μπαλζάκ: «Ολοι αυτοί οι μαρκήσιοι και κόμητες μου λεν πως χαλάω το κρασί. Χαρά στη μόρφωσή τους, δεν ξέρουν καν να λογαριάζουν. Αυτοί τρυγάν επτά κοφίνια στο στρέμμα, επί εξήντα φράγκα το κοφίνι… άντε τετρακόσια φράγκα το στρέμμα. Ενώ εγώ βγάζω είκοσι κοφίνια στο στρέμμα και τα πουλάω τριάντα φράγκα έκαστο, άρα εξακόσια! Ποιος είναι ο χαζός; Μου λεν «η ποιότητα, η ποιότητα»: χέστηκα για την ποιότητα, σ’ τη χαρίζω την ποιότητα, κύριέ μου, για μένα η ποιότητα είναι το ταλιράκι, μπήκες;» ρωτά τον γιο του ο Jérôme Séchard στις «Χαμένες ψευδαισθήσεις».

Μπαλζάκ και Ουελμπέκ θεωρούν ευγενές το προϊόν που βγαίνει από τη γη, χυδαίο το «επάγγελμα» του οποίου προϊόν είναι απευθείας το ίδιο το χρήμα. Χρήμα και έρωτας αποτελούν τα δύο μόνιμα θέματα του έργου τους. «Η αύξηση της επιθυμίας στο αβάσταχτο, με την ταυτόχρονη απομάκρυνση της ικανοποίησής της, ιδού η βάση του δυτικού πολιτισμού» διαβάζουμε στη «Δυνατότητα ενός νησιού».

«Εχω αποκλειστεί σε ένα άχρηστο σύστημα που δεν μου προσφέρει τίποτα πλέον, αλλά για να αποδράσω πρέπει να βρω χρόνο να σκεφτώ και χρόνο δεν έχω» ομολογεί η Βαλερί στην «Πλατφόρμα». Σε διάσταση προς όσα πρεσβεύει η Αριστερά, για τους ήρωες του Ουελμπέκ ο καπιταλισμός δεν είναι ηθικά αξιόμεμπτο αλλά τραγικό, κατεικόνα και καθ’ ομοίωσιν του ανθρώπου σύστημα, που υποχρεούται σε εξαντλητικό ανταγωνισμό για συνεχή ανάπτυξη, μιας και η διακοπή της θα σημάνει τον θάνατό του. Σε ένα έργο που βρίθει οικονομικής ορολογίας και καυστικών αναφορών στους Σουμπέτερ, Σμιθ, Μαρξ, Μάλθους, Μάρσαλ, μόνο ο Κέινς βρίσκει επιείκεια στα μάτια του συγγραφέα – ο μόνος που περιφρονούσε την «επιστήμη» του και λάτρευε την τέχνη. Και ενώ ο οικονομικός ανταγωνισμός μολύνει στο έργο του και την τέχνη και την αγάπη, μόνο αυτές οι δύο, όταν βρουν «τον χρόνο» για να αποδράσουν, δωρίζουν μια αχτίδα διακριτικής, αιδήμονος ευτυχίας.