Κάθε φορά που γίνεται λόγος για τον πατέρα Αντώνιο, σκέφτομαι τον δικό μου πατέρα. Κι ένα περιστατικό από τα παιδικά μου χρόνια που μου πήρε δεκαετίες να καταλάβω το νόημά του. Πόσο να ήμουν εκείνο το καλοκαίρι στο πατρικό χωριό στην Πάρο; Οκτώ, εννέα ετών; Ενας πάμφτωχος συγχωριανός είχε πεθάνει και είχε αφήσει στο έλεος της μοίρας τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι περίπου στην ηλικία μου.

Μιλάμε για μαύρη φτώχεια, για σπίτι με χώμα στο πάτωμα και τα δυο πιτσιρίκια να κυκλοφορούν μαυροφορεμένα και ξυπόλητα. Ο πατέρας μου με παρότρυνε να κάνω παρέα μαζί τους, τα άλλα παιδάκια δεν τα πολυέπαιζαν. Ειδικά με το κορίτσι γίναμε αμέσως φίλες, πήγαμε στο σπίτι μας, παίξαμε με τα παιχνίδια μου, η γιαγιά μου μας έβαλε να φάμε. Το ίδιο και την επομένη, μπορεί και τη μεθεπομένη.

Ενστικτωδώς πίστευα ότι έτσι έπρεπε να γίνει, ότι έτσι βοηθούσα τη «φτωχή» φιλενάδα μου. Μέχρι που πήρα το μάθημά μου από τον πατέρα μου. «Αύριο» μου είπε «θα πας εσύ στο σπίτι των παιδιών. Και θα μοιραστείς το δικό τους φαγητό. Κι αν έχουν κουκιά νερόβραστα, θα φας κουκιά νερόβραστα. Και θα πεις κι ευχαριστώ».

Είναι η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην ευαισθησία των μπαζάρ και την προσφορά του πατέρα Αντώνιου. Η ανάδειξη της έννοιας της ενσυναίσθησης. Που σε φέρνει δίπλα στον άλλον, ενίοτε και πίσω από αυτόν. Οχι μπροστά κι αλάργα. Που επισημαίνει τον υπαινιγμό του σνομπισμού στην έννοια της φιλανθρωπίας. Λέμε για έναν Ελληνα ότι είναι φιλέλληνας; Οχι βέβαια. Τότε πώς λέμε για έναν άνθρωπο ότι είναι φιλάνθρωπος; Πώς το λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος; «Ενας Χριστός της γειτονιάς που ξέρει τι θα πει χιονιάς».

Αυτό είναι ο πατέρας Αντώνιος. Το ανθρώπινο πρόσωπο της έγνοιας για τον άλλον που κάνει την απρόσωπη κρατική μέριμνα να θυμίζει κυρίες φιλόπτωχου ταμείου.