Με αφορμή τις προτεινόμενες αλλαγές του υπουργού Παιδείας κ. Γαβρόγλου ξεκίνησε μια άχαρη συζήτηση για την αξία των Λατινικών και της Κοινωνιολογίας (προφανώς όλα τα γνωστικά πεδία έχουν την αξία τους), καθώς και μια συνδικαλιστικού τύπου προσπάθεια από όλους τους εμπλεκομένους να υποστηρίξουν τα κεκτημένα τους ενόψει των διαφαινόμενων αλλαγών. Πολλές ενστάσεις είναι καίριες και σωστές, όπως είναι ενδεχομένως θεμιτή και η προσπάθεια αλλαγής του τρέχοντος συστήματος. Η συζήτηση, όμως, συχνά διολισθαίνει σε επιμέρους τακτικισμούς και παραγνωρίζει την ουσία του συστήματος εισαγωγής μαθητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Αν ξεκινούσαμε από την απλή σκέψη ότι σκοπός των εισαγωγικών εξετάσεων είναι η επιλογή των πιο ταιριαστών φοιτητών για το κάθε πανεπιστημιακό τμήμα, θα συνειδητοποιούσαμε ότι κάθε γνωστικός κλάδος έχει διαφορετικές ανάγκες και απαιτήσεις. Πιο αρμόδια για να κρίνουν τα προσόντα που χρειάζονται οι υποψήφιοι φοιτητές/υποψήφιες φοιτήτριες ενός τμήματος είναι προφανώς τα ίδια τα ακαδημαϊκά τμήματα.

Για παράδειγμα, τα Τμήματα Ψυχολογίας χρειάζονται φοιτητές που, μεταξύ άλλων, μπορούν να κατανοήσουν στατιστική, μεθοδολογία, φυσιολογία και νευροεπιστήμες. Αν περνούσε από το χέρι της πλειονότητας των διδασκόντων στα Τμήματα Ψυχολογίας, οι φοιτητές μας, κατά την εισαγωγή τους, θα είχαν βασικές γνώσεις μαθηματικών, ψυχολογίας, βιολογίας, νεοελληνικής γλώσσας αλλά και αγγλικής γλώσσας (η συντριπτική πλειονότητα της επιστημονικής αρθρογραφίας είναι στα αγγλικά και είναι εξαιρετικά σημαντικό ο φοιτητής να μπορεί να εξοικειωθεί με αυτή). Μερικές φορές οι φοιτητές/φοιτήτριές μας, όση προσπάθεια και να καταβάλλουν, αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες γιατί δεν έχουν το βασικό υπόβαθρο που απαιτείται για τις σπουδές τους. Θα μπορούσαν, όμως, κάλλιστα να το έχουν αν γνώριζαν εκ των προτέρων ότι θα εξεταστούν πάνω σε αυτό κατά την προσπάθεια εισαγωγής τους σε ένα Τμήμα Ψυχολογίας.

Οι προτάσεις του υπουργείου Παιδείας ποτέ δεν έλαβαν οργανωμένα υπόψη τις απόψεις του κάθε ακαδημαϊκού τμήματος πάνω στο σύστημα εισαγωγής. Θα μπορούσε το υπουργείο, για παράδειγμα, να πραγματοποιήσει μια καταγραφή των απαιτούμενων προσόντων με βάση τις προτάσεις όλων των πανεπιστημιακών τμημάτων, να κάνει μια ομαδοποίηση και, ακολούθως, να βρει τον τρόπο να οργανώσει τις εισαγωγικές εξετάσεις με τρόπο που θα σέβεται από τη μία πλευρά τον ρόλο του λυκείου, αλλά και από την άλλη πλευρά να λαμβάνει υπόψη τις εγγενείς απαιτήσεις των επιστημονικών κλάδων. Μη λησμονούμε ότι δεν πρόκειται για εξετάσεις απολυτηρίου του λυκείου αλλά για εξετάσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο.

Βεβαίως αυτή η συζήτηση είναι ευρύτερη από μια απλή τεχνοκρατική αντιστοίχιση ικανοτήτων υποψηφίων και απαιτήσεων των επιστημονικών κλάδων. Εχει να κάνει με το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων, την ποιότητα και την κατεύθυνση των υπαρχόντων πανεπιστημιακών τμημάτων, την εξέλιξη των ίδιων των επιστημονικών κλάδων, καθώς και με περίπλοκα κοινωνικά ζητήματα, όπως την καταπολέμηση της ανεργίας, την περιφερειακή ανάπτυξη και τη βελτίωση της κοινωνικής κινητικότητας. Ολα αυτά τα ζητήματα έχουν ενδεχομένως επηρεάσει τις προτεινόμενες αλλαγές του υπουργείου Παιδείας με τον έναν ή τον άλλν τρόπο. Μερικές φορές όμως παραγνωρίζουμε το πιο απλό: ελέγχουμε πράγματι στις εισαγωγικές εξετάσεις αν ένας μαθητής ή μια μαθήτρια έχει τα απαραίτητα εφόδια για να σπουδάσει στο συγκεκριμένο τμήμα που εισάγεται;

Ο Αλέξης Αρβανίτης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης