Είναι ίσως από τις δημοφιλέστερες ατάκες του Τενεσί Ουίλιαμς, όταν στο τέλος σχεδόν του θεατρικού του έργου «Λεωφορείον ο Πόθος», ακούγεται η ηρωίδα του Μπλανς Ντιμπουά να λέει, ενώ απευθύνεται, στους νοσοκόμους που έχουν έρθει για να την παραλάβουν και να τη μεταφέρουν στην ψυχιατρική κλινική πως «είχα πάντα εμπιστοσύνη στην καλοσύνη των ξένων». Μια «ατάκα» που είναι βέβαιο πως έχει διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα με το να έχει ακουστεί στις θεατρικές σκηνές της Ευρώπης και της Αμερικής τουλάχιστον, αλλά γιατί όχι και σε θεατρικές σκηνές της Αυστραλίας, της Αφρικής και της Ασίας, όπως είναι βέβαιο πως ένας άπειρος αριθμός ανθρώπων θα την έχει επαναλάβει ευγνωμόνως σιωπηρά μέσα του ενώ, χωρίς τίποτε να την προϋποθέτει τη δεδομένη στιγμή της δοκιμασίας του, την εισέπραττε ωστόσο σε σχέση με άγνωστούς του ανθρώπους.

Αν ζωή και τέχνη είναι δύο αξεχώριστα στους αιώνες συγκοινωνούντα δοχεία, η «επικοινωνία» αυτή παραμένει τόσο πιο παρήγορη όσο περισσότερο μπορεί να τεκμηριωθεί χάρη σε περιπτώσεις που, ενώ η ανθρωπότητα στο σύνολό της τις αγνοεί, μοιάζει να έχουν καταχωρηθεί ανεξίτηλα στο συλλογικό ασυνείδητο ώστε αρκεί ακόμη και ένας να τις έχει πληροφορηθεί προκειμένου να αισθανθείς πως έχουν διασωθεί για πάντα.

Τι και αν έχουν περάσει εκατό χρόνια (μιλάμε για το 1914) από μια παγωμένη νύχτα του Γενάρη, όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα σε μια πόλη της θεσσαλικής ενδοχώρας, ετοίμασε, ένα βαθύ πιάτο με μπάμιες και το απίθωσε στο προσκέφαλο ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού που κείτονταν άρρωστο στο πατάρι του καφενείου όπου εργαζόταν, χωρίς να επιδιώξει έστω όταν το αγόρι συνήλθε, να του κάνει γνωστή την ταυτότητά της.

Οσο και αν η ηλικιωμένη γυναίκα θα ήταν αδύνατον να φανταστεί πως η «ευεργεσία» της αυτή θα μπορούσε να μνημονευτεί και να συνδυαστεί με ένα θεατρικό έργο που θα γραφόταν είκοσι τρία χρόνια αργότερα, δεν μπορεί να μην αναπολήσει κανείς με νοσταλγία εποχές που μια ευεργετική πρόθεση ολοκληρωνόταν με την πραγματοποίησή της, χωρίς να προσδοκά της γνωστοποίηση ή την εξαργύρωσή της. Και είναι ίσως η υψηλότερη μορφή δικαιοσύνης όσον αφορά την εσωτερική οικονομία του κόσμου μας μια πράξη προορισμένη να παραμείνει άγνωστη, να επιβιώνει συχνά διαρκέστερα σε σχέση με μια, αν και γραμμένη με την προοπτική της αιωνιότητας σελίδα, να παρατηρούμε την τελευταία να έχει φυλλορροήσει και να έχει χαθεί για πάντα.

Οσοι τελικά πλειοδοτούν σε κινδύνους όσον αφορά το μέλλον είτε πρόκειται για την κλιματική αλλαγή, είτε για την εγκληματικότητα, είτε για μια γενικότερα αταξική απάνθρωπη συμπεριφορά, χρεώνονται τις μεγαλύτερες παραλείψεις σε σχέση με τον τρόπο που αναγνωρίζουν και χειρίζονται τις ευθύνες τους τις σχετικές με τα προβλήματα αυτά στον παρόντα χρόνο. Αν αντί για καταγγελίες, ενεργούσαν, όπως η ηλικιωμένη γυναίκα της θεσσαλικής ενδοχώρας πριν από εκατό χρόνια, θα επέρχονταν σταδιακά αυτή η πρόρριζα κλονισμένη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο που θα αποκαθιστούσε σχεδόν αυτόματα την ακμαιότατη πάντα ανισορροπία σε όλες τις μορφές της κοινωνικής συμβίωσης.

Αν όσοι άγνωστοι μεταξύ τους μπορούσε ο ένας να επενδύει καθημερινά στην καλοσύνη του άλλου, η παγκόσμια κοινότητα δεν θα ήταν δυνατόν να εμφανίζεται τόσο διαμελισμένη ώστε ακόμη και σε χιλιάδες χιλιόμετρα απόσταση ανάμεσά τους, την ίδια ακριβώς στιγμή, πληθυσμοί να λιμοκτονούν και να αφανίζονται και πληθυσμοί να υπολογίζουν ως το άπαν της ζωής τους σε μια απόλαυση που τους αναδεικνύει ουσιαστικά ως ακρωτηριασμένες υπάρξεις. Καθώς θα είχε γίνει συνείδηση ο λόγος του γάλλου φιλόσοφου Γκαμπριέλ Μαρσέλ (ο γραμμένος μάλιστα στα τέλη της δεκαετίας του 1940) πως «έφτασε η στιγμή να καταλάβουμε ότι ο καθένας μας ζει και ενεργεί σύμφωνα με το τι συμβαίνει σε χώρους όπου δεν πρόκειται ποτέ να πατήσει το πόδι του».