«Η Χεμπά Τζουρανί ήταν φυσικοθεραπεύτρια, και ονειρευόταν να επισκεφθεί την Ιρλανδία. Ο Γιουσέφ Σαλαμά είχε υπηρετήσει ως υπουργός Θρησκευτικών Υποθέσεων στην Παλαιστινιακή Αρχή. Ο Τζερίς Σαγιέχ ανήκε στην ελληνορθόδοξη μειονότητα – πριν από δεκαετίες είχε εργαστεί ως τραπεζικός λογιστής στο Ισραήλ. Πέθανε, σύμφωνα με τους New York Times, από κάποια αδιευκρίνιστη κρίση υγείας, αφού οι μάχες τον εμπόδισαν να φτάσει σε νοσοκομείο.

Ο Φαρατζαλάχ Ταραχί ήταν επίσης μέλος της ελληνορθόδοξης μειονότητας και είχε «σπουδάσει μηχανικός αερομεταφορών στην Αίγυπτο και εργασθεί για αεροπορικές εταιρείες στη Λιβύη και την Ουγκάντα πριν επιστρέψει στη Γάζα και αναλάβει διαχειριστής ενός προγράμματος βοήθειας του ΟΗΕ. Ζούσε κοντά στη θάλασσα και κολυμπούσε συχνά. Κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέφυγε μαζί με άλλους χριστιανούς σε μια εκκλησία, και πέθανε αφού οι συγκρούσεις τον εμπόδισαν να φτάσει σε νοσοκομείο μετά από ρήξη της χοληδόχου κύστης του».

Ο 22χρονος Σαγιέλ Αλ-Χανάουι ήταν φοιτητής Νομικής, είχε ξεκινήσει μια εκστρατεία με το σύνθημα «Θέλουμε να ζήσουμε», κατά του καθεστώτος της Χαμάς στη Γάζα. Ο Οσάμα Αλ-Χαντάντ εξέτρεφε περιστέρια και κατσίκες. Ο Μπελάλ Αμπού Σαμαάν ήταν καθηγητής Γυμναστικής στο Αμερικανικό Διεθνές Σχολείο. Η Φαϊντά Αλ-Κρουνζ είχε 15 εγγόνια και επρόκειτο να φύγει από τη Γάζα για πρώτη φορά στη ζωή της, θα επισκεπτόταν την Τουρκία. Είχε ήδη ετοιμάσει τη βαλίτσα της και είχε βάλει μέσα ελαιόλαδο και ζαατάρ.

Ο Μαχμούντ Ελιάν ήταν ο πατέρας της Λούμπνα. Είχε αγοράσει στην 14χρονη κόρη του ένα βιολί. Εκείνη σπούδαζε σε ωδείο, ονειρευόταν να γίνει βιολονίστρια.

Ο δρ Αμπντάλα Σεχάντα ήταν χειρουργός και είχε διευθύνει το νοσοκομείο Αμπού Γιουσέφ Αλ-Νατζάρ της Ράφας μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Ο 39χρονος Αχμέντ Αμπού Σαΐρα ήταν μηχανικός αυτοκινήτων. Είχε φύγει από τη Γάζα μόνο μία φορά, για το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ. Ο Σαλάχ Αμπο Χαρμπέντ είχε φωτογραφηθεί σε ένα εκπληκτικό ακροβατικό παρκούρ στις ακτές της Γάζας και είχε διδάξει τέχνες τσίρκου σε παιδιά. Η Χεντάγια Χαμάντ ήταν νοσηλεύτρια ψυχικής υγείας.

Ο Γιουσέφ Αμπού Μούσα ήταν ένα επτάχρονο παιδί με σγουρή αφάνα, η μητέρα του τον αποκαλούσε «μενταγιόν» και ο πατέρας του ονειρευόταν να γίνει γιατρός όπως ο ίδιος. Η Φαράχ Αλκατίμπ ήταν 12 ετών – η δίδυμη αδελφή της, Μαράχ, επέζησε του βομβαρδισμού. Η μικρή αδελφή της, που γεννήθηκε στη διάρκεια του πολέμου, πήρε το όνομά της. Η Γιουμά Σακαλίχ ήταν τεσσάρων μηνών. Η μητέρα της σκοτώθηκε σε έναν άλλο βομβαρδισμό. Η Ναντά Αμπντουλχαντί ήταν 10 ετών όταν σκοτώθηκε. Η 8χρονη αδελφή της, Λιν, ανασύρθηκε νεκρή μέσα από τα ερείπια τέσσερις ημέρες αργότερα.

Η Σιουάρ και η Σελένα αλ-Ραΐς ήταν τριών ετών και 21 μηνών αντίστοιχα. Η μεγαλύτερη αδελφή λάτρευε τις σοκολάτες Kinder, ενώ η μικρότερη λάτρευε να παίζει με ένα παιχνίδι τζιπ με τη φωτογραφία μιας πάπιας».

Είναι ένα απόσπασμα από την τελευταία στήλη του Γκίντεον Λέβι στην ισραηλινή εφημερίδα Χααρέτζ. Είχε τίτλο «Κάθε άνθρωπος που σκοτώνεται στη Γάζα έχει ένα όνομα». «Καθώς τα πορτρέτα των ομήρων και των νεκρών μας μάς συνοδεύουν στα μέσα ενημέρωσης, στα σόσιαλ μίντια, στους δρόμους, καθώς οι ιστορίες τους λέγονται ασταμάτητα εδώ και περίπου μισό χρόνο, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά και στην άλλη, ακόμη πιο σκοτεινή πλευρά της πραγματικότητας, την πλευρά που αρνούμαστε να σεβαστούμε, να αναγνωρίσουμε, να νιώσουμε ή να παρατηρήσουμε», έγραφε ο αρθρογράφος απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του.

Είναι σπουδαία εφημερίδα η Χααρέτζ, με σπουδαίους αρθρογράφους, όπως ο Λέβι και η Αμίρα Χας. Μια ματιά να ρίξει κανείς στον ιστότοπό της, στα άρθρα και τις αναλύσεις που φιλοξενεί («Ο παρατεινόμενος, άσκοπος πόλεμος του Ισραήλ είναι μονόδρομος προς τη διεθνή απομόνωση», «Ο Μπάιντεν σχεδιάζει να σταματήσει την επιχείρηση στη Ράφα και να υπενθυμίσει στον Νετανιάχου: Το Ισραήλ χρειάζεται την Αμερική», «Στο Ισραήλ του Νετανιάχου, ο πόλεμος στη Γάζα καταστρέφει ό,τι έχει απομείνει από τις δημοκρατικές αξίες», «Με τη βοήθεια να περιμένει λίγο πιο πέρα, ο υποσιτισμός εξαπλώνεται συνεχώς μεταξύ των παιδιών της Γάζας»…) καταλαβαίνει τον όχι ιδιαίτερα δημοφιλή αλλά πολύτιμο ρόλο που επιτελεί.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ο υπουργός Επικοινωνιών του Νετανιάχου, στην προσπάθειά του να καταλάβει τα ελεύθερα ΜΜΕ στο Ισραήλ, θέλει τώρα να τερματίσει κάθε σχέση της Κυβερνητικής Διαφημιστικής Υπηρεσίας με τη Χααρέτζ, και να ακυρώσει όλες τις συνδρομές μελών της κυβέρνησης και του στρατού στην εφημερίδα. Αλλωστε στην τελευταία Εκθεση για τη Δημοκρατία του σουηδικού Ινστιτούτου V-Dem, έναν από τους σημαντικότερους δείκτες παγκοσμίως για την αξιολόγηση του κυβερνητικού συστήματος συνολικά 200 χωρών, το Ισραήλ χαρακτηρίζεται για πρώτη φορά (πρωτίστως αλλά όχι μόνο εξαιτίας του δικαστικού πραξικοπήματος που επιχειρούσε προπολεμικά ο Νετανιάχου) «εκλογική δημοκρατία», έπειτα από μισό αιώνα συμπερίληψής του στην ανώτερη, «φιλελεύθερη δημοκρατία».

Μισό λεπτό, όμως, πρέπει να είναι αναξιόπιστη η έκθεση αυτή: υποβαθμισμένη στην κατηγορία της «εκλογικής δημοκρατίας» εμφανίζεται από πέρυσι και η Ελλάδα. Ποιος ξέρει (και πού να ψάχνει τώρα κανείς…) ποιες δόλιες, ποιες σκοτεινές δυνάμεις βρίσκονται από πίσω.