«Κόλαση; Την πιστεύω» έγραφε ο Διονύσιος Σολωμός στον «Λάμπρο» κάπου γύρω στο μακρινό 1825 – έτσι μας αρέσει να λέμε, μακρινό, για να κρυβόμαστε κάτω από το καθησυχαστικό πάπλωμα του χρόνου: γιατί τόσα άλλαξαν από τότε, έτσι δεν είναι;

Γράφοντας τον «Υμνο εις την Ελευθερία» ο εθνικός μας ποιητής δανειζόταν από τον Δάντε: για να φτάσουν οι επαναστάτες της εποχής του στον Παράδεισο, έλεγε, έπρεπε πρώτα να περάσουν από την Κόλαση. Γιατί το υπερούσιο φως της ελευθερίας είναι γεμάτο από πολλές σκοτεινές νύχτες, όπως λ.χ. η σφαγή της Τριπολιτσάς. Η «νύχτα» που τρόμαζε τότε τον Σολωμό ήταν ο ανείπωτα ωμός, ανελέητος και χαιρέκακος αφανισμός των αμάχων μουσουλμάνων γυναικόπαιδων, η μετατροπή δηλαδή των ηρωικών ελλήνων αγωνιστών της ελευθερίας σε στυγνούς εγκληματίες, σε τίποτα διαφορετικούς από τους επί αιώνες βάρβαρους τούρκους δυνάστες τους. Ναι, λόγος υπήρχε: ολόγυρα έθαμπαν τα φαντάσματα των αμέτρητων αδικοχαμένων Ελλήνων του παρελθόντος – αυτή ήταν η αιτία, η δικαιολογία. Αλλά αιτίες υπάρχουν πάντα, και τι είδους ελευθερία θεμελιώνεται με αποτρόπαιες εκδικητικές πράξεις; Μέσα από τις σκιές των δέντρων της Ζακύνθου ο Σολωμός αφουγκραζόταν την κάθε κραυγή που ερχόταν από απέναντι, κι αναρωτιόταν: ποιος μπορεί να θεωρείται ελεύθερος αν δεν είναι αντάξιος της ελευθερίας του;

Το σκοτεινό σημείο. Αυτό για το οποίο προειδοποιούσε και ο Κοραής, που επαναλάμβανε ότι το δύσκολο σε μια επανάσταση δεν είναι η απόκτηση της ελευθερίας αλλά η διαφύλαξή της, τόσο από τους εχθρούς όσο και από τους υπερασπιστές της. Το σκοτεινό σημείο που κρύβεται μέσα στους καπνούς των πολέμων, μέσα σε πράξεις απελευθέρωσης, αυτό που μεταμορφώνει τις ενέργειες υπεράσπισης σε ενέργειες εγκλημάτων, την εποχή της Αμυνας σε εποχή του Τρόμου, τους τυραννοκτόνους σε τυράννους. Τους αγγέλους σε διαβόλους. Τους ήρωες που, όπως ο «Λάμπρος», πολεμούν γενναία ενώ παράλληλα παραβιάζουν κάθε κώδικα ηθικής. Ο κάθε ένας δυνητικά περιέχει αυτό το μείγμα αρετής κι ανηθικότητας, ο κάθε ένας μπορεί δυνητικά να μετατραπεί σε «μεγαλειώδη εγκληματία» («sublime criminal»): στον αγγελικό και κτηνώδη υπεράνθρωπο που μέσα στην απόγνωση του δίκαιου κι απελπισμένου αγώνα του, καθώς προσφέρει και θυσιάζει ό,τι αγαπά πιο πολύ (τη ζωή του, τη ζωή των παιδιών του), γίνεται υπάνθρωπος.

Πόσο μακρινά είναι όλα αυτά; Κι όμως, καθώς ξεδιπλώνονται οι αιώνες, καθόλου. Μέσα από τις σφαγές εκδίκησης κι αντεκδίκησης στο Ισραήλ και στη Γάζα που, εκατό μέρες τώρα, περνούν σαν αστραπές ανείπωτης φρίκης από τις οθόνες μας, αναδύεται ο ίδιος εκείνος τρόμος που ανέτειλε μαζί με το όραμα της ελευθερίας της Γαλλικής Επανάστασης (μακρινό και διαχρονικά τωρινό), μαζί με κάθε αγώνα για άμυνα και δικαίωση που έγινε ποτέ. Κραυγαλέος, βουβός, αποτρόπαιος. Ο τρόμος εκείνου του δίκαιου που πυρπολεί τις ανθρώπινες συνειδήσεις τόσο ώστε να τις μεταλλάσσει σε σκληρό μέταλλο, τυφλό και ικανό μόνο για ένα πράγμα, τον αφανισμό του ενός και μοναδικού του στόχου. Ο τρόμος εκείνου του δίκαιου που βαφτίζεται με πολλές ονομασίες, φορά πολλές φορεσιές, μιλά πολλές γλώσσες και λατρεύει πολλούς εκδικητικούς θεούς.

Υπάρχουν βέβαια οι νόμοι, η μεγαλύτερη επινόηση της ανθρωπότητας. Αλλά εμείς, θεατές, προσπαθούμε να βρούμε μέσα μας τους κώδικες μιας προσωπικής ενδότερης ηθικής για να αποδώσουμε την προσωπική μας δικαιοσύνη. Πολιτικά συνειδητοί και ιστορικά μελετημένοι όπως θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε, ψάχνουμε να μοιράσουμε δίκαια και άδικα, απαλλαγές κι ευθύνες σε μια ζυγαριά που όμως δεν βγάζει ζύγι – δεν θα βγάλει ποτέ. Οπως προσπάθησε ο Σολωμός, στο μακρινό «τότε», να επικαλεστεί το όραμα μιας ηθικής ελευθερίας που θα έσωζε τον άνθρωπο από τον ίδιο του τον εαυτό, από την κόλαση που συνεχώς θα ξαναστήνει πάνω στον κόσμο που ο ίδιος σχεδίασε (και που τον θέλει, τόσο απεγνωσμένα, αγγελικό), έτσι και κάποιοι από εμάς προσπαθούμε σήμερα να στηριχθούμε στα συλλαλητήρια και πανό μιας απόλυτης βεβαιότητας· ή, απλώς, να μουρμουρίζουμε «ω φθάνει, φθάνει, έως πότε οι σκοτωμοί;». Γνωρίζοντας όλοι ότι όσο ωραία είναι η ποίηση, άλλο τόσο είναι και ανήμπορη. Και το ζύγι δεν βγαίνει.