«Imagine» γράφει ο Τίμοθι Σνάιντερ: φαντάσου έναν κόσμο όπου η ελευθερία θα ήταν σε ελεύθερη πτώση. Oπου τα πράγματα θα είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε μια ισχυρή δικτατορία να εισβάλει (κανονικά, με όπλα και τανκς και στρατιώτες) σε μια δημοκρατία με μοναδικό σκοπό να αφανίσει τον λαό και τις ελευθερίες του. Και τώρα φαντάσου τον λαό αυτόν να αντιστέκεται, τους αρχηγούς του να μην το βάζουν στα πόδια αλλά να μένουν εκεί δίπλα του και όλοι μαζί, ηγέτες και λαός και στρατός, να συσπειρώνονται και να πολεμούν και να αποτρέπουν την πορεία του τόσο πιο ισχυρού εισβολέα. Φαντάσου μια τέτοια αντίσταση ως τον φωτεινό φάρο δημοκρατίας του αιώνα μας· μια ιστορία ηρωικής υπεράσπισης κάθε δημοκρατίας, από κάθε εισβολέα. Αλλά δεν χρειάζεται να τα φανταστείς, γιατί είναι η αλήθεια και την ξέρεις: ο εισβολέας είναι η Ρωσία και η χώρα που αντιστέκεται η Ουκρανία.

Φαντάσου να υπήρχαν διεθνείς νόμοι για εγκλήματα πολέμου και πέντε κριτήρια που να καθορίζουν το τι σημαίνει γενοκτονία και φαντάσου η Ρωσία να πληρούσε, με τις πράξεις της, και τα πέντε αυτά κριτήρια. «Αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω να γράφω «φαντάσου»», λέει ο Σνάιντερ, «όταν έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια τους λάκκους με τους νεκρούς, όταν συγγραφείς που ήξερα προσωπικά δολοφονήθηκαν επειδή εκπροσωπούσαν την ουκρανική κουλτούρα, όταν η Ρωσία καμαρώνει που «ρωσοποίησε» 700.000 παιδιά που άρπαξε με τη βία από την πατρίδα τους, όταν η ρωσική προπαγάνδα ξεκαθαρίζει καθημερινά πως στόχος αυτού του πολέμου είναι η εξόντωση». Και ούτε κι εμείς χρειαζόμαστε φαντασία για να καταλάβουμε γιατί οι Ουκρανοί αντιστέκονται, το ξέρουμε, σχεδόν δυο χρόνια τώρα: για να κρατήσουν δική τους μια χώρα όπου τα παιδιά τους δεν θα απάγονται, οι πολίτες τους δεν θα βασανίζονται, οι τοπικοί διοικητές τους δεν θα δολοφονούνται και η ταυτότητά τους θα είναι αυτή που αισθάνονται και ξέρουν και θέλουν να είναι: Ουκρανοί.

Αλλά υπάρχει η κούραση. Ούτε αυτή χρειάζεται να τη φανταστούμε, γιατί κι αυτή την ξέρουμε – αυτή είναι ολοδική μας. Θα είναι φέτος τα δεύτερα Χριστούγεννα του πολέμου, και ενώ πέρυσι τέτοιες μέρες τα πρωτοσέλιδα γέμιζαν με εικόνες των στολισμένων δέντρων στους υπόγειους σταθμούς των μετρό κάτω από τις βόμβες που έπεφταν, και ενώ και φέτος οι βόμβες θα πέφτουν, οι εικόνες τους θα πάνε στις πίσω σελίδες. Γιατί; Γιατί υπάρχει τώρα κι άλλος πόλεμος, γιατί όλα αυτά ανεβάζουν συνέχεια το κόστος των καυσίμων και τροφίμων μας, γιατί δεν φαίνεται να τελειώνει και γιατί εμείς κουραστήκαμε. Ναι, η Δύση εμφανίζει «κόπωση», αν και δεν μειώθηκε ούτε το θάρρος, ο ηρωισμός, το αίμα που κυλάει, οι δοκιμασίες και η απαντοχή των Ουκρανών, ούτε το μέγεθος του εγκλήματος που πολεμούν. «Οσοι μπορούν συνεχίζουν τις ζωές τους, όσοι μπορούν περνούν στην Πολωνία, στην Ιταλία, σε άλλες χώρες» λέει η ουκρανή φίλη μου Αννα. «Αλλά τόσο πολλοί σκοτώνονται. Κάθε μέρα, τόσο πολλοί σκοτώνονται…».

Για μας, τους «απέξω» πολίτες ελεύθερων και ασφαλών κρατών, η συμπαράσταση πήρε τη θαμπή απόχρωση μιας ανήμπορης θλίψης που έγινε μια ακόμα κοινοτοπία της ελεύθερης και ασφαλούς ζωής μας. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε από το να λυπόμαστε, και πόσο πια μπορούμε να λυπόμαστε; Ερχονται και πάλι Χριστούγεννα που για τους Ουκρανούς θα είναι και πάλι στερήσεις, απώλειες και αγωνία επιβίωσης, αλλά και με μια επιπλέον αγωνία: ότι τώρα εμείς, οι απέξω, θα τους εγκαταλείψουμε. Επειδή, να, κουραστήκαμε. «Αν ξέρατε πολλούς Ουκρανούς, όπως ξέρω εγώ», γράφει ο Σνάιντερ, «θα ξέρατε πολλούς που σκοτώθηκαν ή είναι τραυματισμένοι, πολλούς που κυκλοφορούν συνεχώς με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια τους, που έχουν χάσει δικούς τους, που πενθούν καθημερινά ενώ δεν σταματούν να αγωνίζονται. Αλλά δεν θα ξέρατε ούτε έναν Ουκρανό που να πιστεύει ότι η κούραση είναι ικανός λόγος για να εγκαταλείπεις τον αγώνα».

Και δεν είναι. Κι ούτε, κυρίως, για να εγκαταλείπεις αυτούς που αγωνίζονται.