Υπάρχουν κάποιες ειδήσεις που, πριν φτάσουν στο μυαλό, πριν τις επεξεργαστεί ο νους, σκαλώνουν στο μάτι. Κάτι δεν πάει καλά εδώ, στην αρχή νομίζεις πως διαβάζεις λάθος. Είναι δυνατόν; Πώς γίνεται να υπάρχουν στην ίδια φράση οι λέξεις «13χρονη», «16χρονος», «17χρονη», «ξυλοδαρμός», «εκβιασμός», «εκφοβισμός», «εμπρησμός»; Φαινόμενο της εποχής μας ή μεγαλύτερη δημοσιοποίηση συμβάντων που, άλλοτε, κουκουλώνονταν; Θα προτιμούσα το δεύτερο, ωστόσο το χθεσινό αφιέρωμα των «ΝΕΩΝ» που «φωτογραφίζει» την έξαρση του φαινομένου και αποκρυπτογραφεί τα χαρακτηριστικά του δείχνει τη σχέση του με σύγχρονες συμπεριφορές και «αιτούμενα» που προκύπτουν από ευκαιριακές αξίες.

Ναι, πάντα πλακώνονταν τα παιδιά, όλοι και όλες έχουμε τσακωθεί στα μικράτα μας, στα δύσκολα έφευγε και μια σπρωξιά ή μια μπούφλα. Δεν υπήρχε όμως αυτή η λεγόμενη «κουλτούρα της βίας» που έχει μεθόδους, στρατηγική, σχέδιο και, οπωσδήποτε, ακροατήριο. Αυτό το τελευταίο είναι που με σοκάρει περισσότερο. Η ψυχραιμία του 13χρονου, του 14χρονου που, μπροστά σε μία πάλη μέχρις εσχάτων, ακόμη και σε έναν «βιασμό μεταξύ φίλων» όπως είχε γίνει πριν από μερικούς μήνες, σηκώνει το κινητό του για να μαγνητοσκοπήσει το θέαμα. Για να μπορεί να το απολαμβάνει σε πάσα ζήτηση; Για να το μοιράσει; Για να εκβιάσει; Οποια και να είναι η απάντηση, το συμπέρασμα είναι εξίσου τρομαχτικό. Η απόλαυση της βίας «λέει» πολύ περισσότερα από την εξάσκηση της βίας. Την ανάγει σε «κεφάλαιο».

Βλέπω τα περιστατικά των τελευταίων μόνο ημερών. Τη δίκη της κοπέλας που, στα 17 της, έκαψε ολοσχερώς το σπίτι της κολλητής της διότι πίστευε ότι φλέρταρε με το αγόρι της. Τι μπορεί να σπρώξει μια έφηβη σε τέτοια πράξη; Το πάθος για εκδίκηση; Ο κίνδυνος απώλειας του «κεκτημένου» της που σημαίνει και απώλεια εξουσίας; Η τεράστια ανασφάλεια που την έκανε να πιστεύει ότι χωρίς το συγκεκριμένο αγόρι ή ίδια θα ήταν «λιγότερη»; Θεωρώ ότι ελάχιστη σημασία έχει. Και, απ’ όσο κατάλαβα, συμφωνούν και οι επιστήμονες που συμμετείχαν στο αφιέρωμα της εφημερίδας. Και ύστερα είναι εκείνα τα κορίτσια του Γυμνασίου που πάλευαν άγρια και λυσσαλέα για ποιο λόγο; Για κάτι λιγότερο και από ασήμαντο, για ένα χρώμα νομίζω.

Ολα αυτά είναι, βέβαια, οι αφορμές για να εκτονωθεί ο μεγάλος θυμός που φαίνεται να κουβαλάνε σήμερα τα νέα παιδιά. Οι περισσότεροι ξέρουμε τι είναι ο εφηβικός θυμός που προκαλεί η αμηχανία μπροστά στον κόσμο των μεγάλων όταν μάλιστα ετοιμαζόμαστε να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα σε αυτόν. Από ‘κεί και πέρα, το πώς θα εκδηλωθεί αυτός ο θυμός είναι, ξεκάθαρα, θέμα παιδείας και αγωγής. Και τότε έρχεται ένα ακόμη συμβάν που δίνει πολλές απαντήσεις. Σε ένα σχολείο της Κρήτης δύο αγόρια πλακώνονταν συνέχεια. Ο ένας γονιός, του παιδιού που δεχόταν τις επιθέσεις, πρότεινε να ζητήσουν τη συνδρομή ενός παιδοψυχολόγου. Ο άλλος γονιός τον έστειλε, από το ξύλο, στο νοσοκομείο επειδή, κατά τη γνώμη του, υπονόησε ότι ο γιος του είναι τρελός.

Ολιβερ Τουίστ

Το χειρότερο όμως που προκύπτει από την έρευνα των «ΝΕΩΝ», το πιο απειλητικό για το άμεσο μέλλον της κοινωνίας μας, είναι ότι, όπως συνάγεται, τα παιδιά – θύματα είναι, κατά κανόνα, παιδιά φτωχά, «…από μονογονεϊκές οικογένειες με μητέρα, ζουν σε σπίτια με κρύο και υγρασία, έχουν βιώσει παρατεταμένες διακοπές της ηλεκτροδότησης, στερούνται ποιοτικά και ποσοτικά την κατάλληλη διατροφή…». Σοβαρά τώρα; Γυρίσαμε στην εποχή του Ολιβερ Τουίστ και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι; Στην εποχή μας, την – υποτίθεται – εποχή της ενσυναίθησης, της αλληλεγγύης και της συμπερίληψης, παιδιά επιτίθενται σε παιδιά επειδή είναι φτωχά;

Και όλες αυτές οι καμπάνιες και οι εκστρατείες ευαισθητοποίησης; Η πολιτική ορθότητα που αποτάσσει τις περιθωριοποιήσεις; Δεν θα έπρεπε να έχουν ήδη φανεί αποτελέσματα στις πολύ νέες γενιές που είναι και «άγραφο χαρτί»; Μετά όμως θυμήθηκα ότι και ο Ολιβερ Τουίστ «έζησε» την εποχή που η φιλανθρωπία ήταν πολύ αναπτυγμένη στην Αγγλία. Μαζί με την υποκρισία.

Διόρθωση: ένα λάθος εκ παραδρομής στο χθεσινό κείμενο. Τους υποτιθέμενους «μνημονιακούς» και όχι, βέβαια, αντιμνημονιακούς δημοσιογράφους γιούχαραν στη φιέστα για τον έναν χρόνο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.