Λίγες ημέρες απομένουν για τα Χριστούγεννα κι ίσως κάποιοι ήδη να σιγοτραγουδάτε τα κάλαντα στην προσπάθειά σας να τα μάθετε στα παιδιά σας και να σχεδιάζετε που και σε ποιους θα τα πουν. Πώς όμως προέκυψαν τα κάλαντα κι από πότε τα τραγουδάμε και με ποιους τρόπους ανά τη χώρα;

Τα κάλαντα έχουν τη βάση τους σε παλιά λαϊκά τραγούδια. Πρόκειται για τραγούδια με ευχές για τον νοικοκύρη και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Τα κάλαντα αποτελούν πράξη τελετουργική η οποία, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, έχει ως στόχο την ευημερία. Στα παλιά χρόνια τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, κρατώντας φαναράκια αναμμένα. Κάποια έπαιζαν φλογέρα ή φυσαρμόνικα και άλλα τραγουδούσαν, ως χορωδία, τα κάλαντα. Κάλαντα ή κόλιεντα ή κόλιαντα ή κόλιντα Χριστούγεννα. Έτσι λέγονται τα τραγούδια που έχουν ως στόχο να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα….

Φιλοδώρημα ή «καλοχερίδια»

Τα κάλαντα είναι τραγούδια με στίχους που από τη μια υπενθυμίζουν, αναγγέλλουν, τονίζουν την έλευση είτε κάποιας χαρμόσυνης γιορτής (όπως τη γέννηση του Χριστού) είτε κάποιου θλιβερού γεγονότος (Μεγάλη Εβδομάδα, Σταύρωση του Χριστού). Από την άλλη εκφράζουν ευχές σε φίλο, γείτονα ή άρχοντα και γενικά σε κάθε νοικοκύρη που επισκέπτονται ή συναντούν οι καλαντάρηδες.

Το κίνητρο για κείνους που λένε τα κάλαντα είναι να αποκομίσουν είτε το φιλοδώρημα, είτε τα «καλοχερίδια» όπως τα λένε στην Κρήτη, δηλαδή τα πάσης φύσεως γλυκά ή ακόμη και αγαθά, όπως αυγά, στάρι και λάδι. Για να συγκινήσουν το νοικοκύρη και να δώσει μεγάλα φιλοδωρήματα, οι καλαντάρηδες λένε και πάρα πολλά παινέματα, χαρακτηρισμούς τόσο για τον ίδιο όσο και για τα άλλα μέλη της οικογένειάς του.

Συνήθως οι στίχοι είναι ποταμός από εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς. Τα τραγούδια αυτά έχουν εντελώς δικά τους βασικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι τραγούδια φτιαγμένα από λόγιους ή ποιητές, αλλά από το λαό….

Και, μολονότι φτιαγμένα από απλούς ανθρώπους, πολλές φορές οι στίχοι τους είναι τόσο ποιητικοί ώστε συναγωνίζονται ακόμα και τους πιο φροντισμένους στίχους ποιημάτων, φανερώνοντας την ποιητική ψυχή του λαού μας: “Γραμματικός και λειτουργός και ψάλτης κι αναγνώστης έχει τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσα μελάνι και το μικρό το δάχτυλο κοντύλι για να γράφει”.

Αλλά και: “Ώσπου να πας κι ώσπου να ‘ρθεις κι οπίσω να γυρίσεις οι στράτες ρόδα γιόμισαν, τα μονοπάτια μόσχο”. Οι στίχοι αυτοί είναι από κάλαντα της Καστοριάς και συναγωνίζονται σε ποιητικότητα, ζωντάνια και ομορφιά ακόμα και στίχους μεγάλων ποιητών. Τα κάλαντα κατ’ αρχήν διηγούνται το ιστορικό της γιορτής που ξημερώνει.

Έτσι, τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα εξιστορούν στην αρχή τους τη γέννηση του Χριστού: “Τα συχαρίκια μας, κυρά φάσκιωσεν η Παναγιά έκανε Χριστόν Υιόν γεννήθηκε, βαφτίστηκε στους ουρανούς πετάχτηκε.” (Από τα μαυροβινά κάλαντα των Χριστουγέννων) Έχουν, όμως, και επαινετικό χαρακτήρα. Υπάρχει έντονος στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της πόλης της Καστοριάς, που λέγονται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς:…

“Αφέντης μας είναι καλός στον κόσμο ξακουσμένος”… “ένα μικρό μικρούτσικο σπυρί μαργαριτάρι” …“Εδώ έχουν κόρη όμορφη, πανέργου θυγατέρα” Τα κάλαντα περιέχουν πάντοτε και ευχές: “Ας είν’ πολλά τα έτη του καλά κι ευτυχισμένα”, αλλά και “Καλέ Παναγιώτατε, Χρυσέ μας Ποιμενάρχα καλές γιορτές καλή χρονιά καλέ μας Ιεράρχα πολλά τα έτη Δέσποτα να είναι ευτυχισμένα μαζί να τα περάσουμε καλά κι αγαπημένα”, όπως εύχονται οι Καστοριανοί στον εκάστοτε Μητροπολίτη τους. Βεβαίως υπάρχει και το ζήτημα της αμοιβής.

Μόνο που η αμοιβή δεν ήταν ο κύριος σκοπός των καλαντιστών. Ο κύριος σκοπός τους ήταν πάντοτε η παρέα, η συνεύρεση με την παρέα. Γι’ αυτό δεν εισέπρατταν ξεχωριστά τα φιλοδωρήματά τους. Στην αρχή δεν ήταν χρήματα αλλά ψωμάκια, κάστανα, καρύδια, μήλα, κυδώνια, κρασί, λουκάνικα και ό,τι άλλο χρειάζεται για το ομαδικό φαγοπότι και το τσιμπούσι που ακολουθούσε. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά των καλαντιστών, τα κοινά γλέντια, η κοινή διασκέδαση της παρέας…

Οι ιδανικοί καλαντιστές είναι τα παιδιά. «Τα παιδιά, που ολοκάθαρα και φροντισμένα ξεκινούν το πρωί με το χειμωνιάτικο κρύο, παρατώντας το χουζούρι των σχολικών διακοπών τους, και φτάνουν ως την πόρτα μας για να τα “πουν”, ας είναι καλόδεχτα και καλοπληρωμένα…».

Ποια είναι όμως τα κάλαντα των Χριστουγέννων

Καλήν εσπέραν άρχοντες,

αν είναι ορισμός σας,

Χριστού τη Θεία γέννηση,

να πω στ’ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον,

εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται,

χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται,

εν φάτνη των αλόγων,

ο βασιλεύς των ουρανών,

και ποιητής των όλων.

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι,

το Δόξα εν υψίστοις,

και τούτο άξιον εστί,

η των ποιμένων πίστις.

Εκ της Περσίας έρχονται,

τρεις μάγοι με τα δώρα,

άστρο λαμπρό τους οδηγεί,

χωρίς να λείψει ώρα.

Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ,

με πόθο ερωτούσι,

πού εγεννήθη ο Χριστός,

να πάν να τον ευρούσι.

Δια Χριστόν ως ήκουσε,

ο βασιλεύς Ηρώδης,

αμέσως εταράχτηκε,

κι έγινε θηριώδης.

Διοτί πολλά φοβήθηκε,

δια την βασιλείαν,

μην του την πάρει ο Χριστός,

και χάσει την αξία.

Κράζει τους μάγους και ρωτά,

πού ο Χριστός γεννάται,

εν Βηθλεέμ ηξέρομε,

ως η Γραφή διηγάται.

Τους είπε να υπάγουσι,

και όπου τον ευρώσιν,

αφού τον προσκυνήσουσιν,

να παν να του ειπώσιν

Όπως υπάγει και αυτός,

για να τον προσκυνήσει,

με δόλο ως μισόθεος,

για να τον αφανίσει.

Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντας,

και τον αστέρα βλέπουν,

φως θεϊκό κατέβαινε,

και με χαρά προστρέχουν.

Φτάνοντας εις το σπήλαιο,

βρίσκουν την Θεοτόκο,

και εβάστα στας αγκάλας της,

τον Άγιόν της Τόκο.

Γονατιστοί τον προσκυνούν,

και δώρα του χαρίζουν,

σμύρνα χρυσό και λίβανο,

θεό τον εφημίζουν.

Τη σμύρνα ‘ναι ως άνθρωπον,

χρυσόν ως Βασιλέα,

και λίβανον ‘ναι ως θεόν,

σ’ όλην την ατμοσφαίρα.

Αφού τον προσκυνήσασιν,

ευθύς πάλι μισεύουν,

και τον Ηρώδη μελετούν,

να πάνε για να εύρουν.

Άγγελος εκ των ουρανών,

βγαίνει τους εμποδίζει,

από άλλην οδό να πορευτούν,

αυτός τους διορίζει.

Και πάλι άλλος Άγγελος,

τον Ιωσήφ προστάζει,

εις Αίγυπτο να πορευτεί,

και εκεί να ησυχάζει.

Να πάρει και την Μαριάμ,

μαζί με τον υιό της,

γιατί ο Ηρώδης εζητεί,

τον τόκο τον δικόν της.

Μη βλέποντας ο Βασιλεύς,

τους μάγους να γυρίζουν,

στην Βηθλεέμ επρόσταξε,

παιδί να μην αφήσουν.

Χιλιάδες δεκατέσσερις,

σφάζουν σε μια ημέρα,

θρήνο κλαυθμό και οδυρμό,

είχε κάθε μητέρα.

Και επληρώθη το ρηθέν,

Προφήτου Ησαΐου,

ως και των άλλων προφητών,

και του Ιερεμίου.

Σ’ αυτό το σπίτι που ηρθαμε,

πέτρα να μην ραγίσει,

και ο νοικοκύρης του σπιτιου.

χίλιους χρόνους να ζήσει.

Και αφού σας καληνυχτίσουμε,

πέστε να κοιμηθήτε,

ολίγον ύπνον πάρετε,

και ευθύς να σηκωθήτε.

Να βάλετε τα ρούχα σας,

εμορφα να ντυθήτε,

στην εκκλησία τρέξετε,

εκεί να πορευθήτε.

Να ‘κούσετε με προσοχή,

όλην την υμνωδίαν,

του Ιησού μας του Χριστού,

γέννησιν την Αγίαν.

Και όταν θα γυρίσετε,

εις το αρχοντικό σας,

ευθύς τραπέζι στρώσετε,

βάλτε το φαγητό σας.

Και τον σταυρό σας κάνετε,

γευθήτε ευμφρανθήτε,

δώστε και κανενός φτωχού,

όπου το εστερήτε.

Δώστε και μας τους κόπους μας,

αν είναι ορισμός σας,

και ο Χριστός μας πάντοτε,

να είναι βοηθός σας.

…και του χρόνου..

Πηγή: sansimera.gr