Εκατό χρόνια λειτουργίας, δράσης και γόνιμης παρουσίας συμπληρώνει φέτος ο Σύλλογος Εκτελωνιστών Θεσσαλονίκης, συνυφασμένος με το εισαγωγικό εμπόριο της πόλης και της χώρας, αλλά και άρρηκτα δεμένος με την κοινωνία της Θεσσαλονίκης στην οποία ιδρύθηκε, λειτούργησε και συνεχίζει να προσφέρει παραγωγικό οικονομικό και κοινωνικό έργο.

Ιδρύθηκε το 1919, λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας σε μια εποχή που η ανάπτυξη στοιχειωδώς του εμπορίου υπαγόρευε την ανάγκη της παρουσίας ανθρώπων που θα επιμελούνταν των διαδικασιών για την διακίνηση του εσωτερικού εμπορίου. Ήταν από τους πρώτους Συλλόγους που ιδρύθηκαν στην Θεσσαλονίκη, πριν από την ίδρυση του Πανεπιστημίου, της ΔΕΘ, και των περισσοτέρων αθλητικών συλλόγων. Ηταν μάλιστα ο πρώτος στην χώρα Σύλλογος Εκτελωνιστών καθώς πρωτοπορώντας, προηγήθηκε του αντίστοιχου Συλλόγου Αθηνών – Πειραιώς που ακολούθησε.

Η παρουσία ισχυρής εβραϊκής κοινότητας στην πρόσφατα απελευθερωμένη Μακεδονία, συνέτεινε στην ανάπτυξη του εμπορίου και συνακόλουθα στην ανάγκη δημιουργίας Συλλόγου Εκτελωνιστών.

Μέχρι το 1870 το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ήταν υποτυπώδες με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Σε έναν αμερικανικό εμπορικό οδηγό του 1857 σημειώνεται πως «δεν υπάρχει λιμάνι αλλά ένας υπέροχος όρμος απέναντι από την πόλη και σκάφη έως και χίλιους τόνους δεν συναντούν δυσκολίες».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ιδρύονται τα χρόνια αμέσως μετά την απελευθέρωση το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος το 1915, ο Εμπορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης το 1916, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (Ε.Β.Ε.Θ.), το 1918. Έτσι, το 1919 ιδρύεται με 42 μέλη, 23 Εβραίοι και 19 Χριστιανοί, στην Θεσσαλονίκη ο «Σύλλογος Εκτελωνιστών και Φορτωτών», όπως αναγράφει και το ιστορικό πρώτο καταστατικό του συλλόγου. Πρώτος πρόεδρος του Συλλόγου αναλαμβάνει ο Αντώνιος Καπέλλος. Αυτό ήταν το ξεκίνημα. Μια ανάγκη της εποχής, που έμελλε να γίνει δια μέσου των χρόνων που ακολούθησαν, ένα νέο, ανθηρό και πολύ συχνά αναταρασόμενο από τις συνθήκες, επάγγελμα, που ολοκλήρωσε την πρώτη του εκατονταετία.

Το 1930 ιδρύθηκε το Λιμενικό Ταμείο Θεσσαλονίκης που εξαγόρασε έναντι ετήσιου μισθώματος από την «Societe anonyme ottomane de construction du port de Salonique» το δικαίωμα εκμετάλλευσης του λιμανιού και προχώρησε σε βελτίωση των υποδομών και νέα έργα.

Με τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο η σημαντική μερίδα των ελληνο-εβραίων εκτελωνιστών, αφανίζεται εν μια νυκτί. Οι Γερμανοί φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη έδιωξαν όλους τους υπαλλήλους του και αφ’ ετέρου χαρακτήρισαν όλα τα εμπορεύματα που υπήρχαν σ’ αυτό ως λεία πολέμου, τα κατέσχεσαν και ή τα μετέφεραν στην Γερμανία, ή τα διέθεσαν στον Γερμανικό Στρατό Κατοχής. Όταν τον Νοέμβριο του 1944 η πόλη απελευθερώθηκε, το λιμάνι είχε υποστεί τεράστιες καταστροφές από τους συνεχείς βομβαρδισμούς, αρχικά των συμμαχικών δυνάμεων, ενώ ο γερμανικός στρατός κατοχής ολοκλήρωσε την εικόνα της διάλυσης λίγο πριν αποχωρήσει με συνεχείς ανατινάξεις. Τα κρηπιδώματα, ο κυματοθραύστης, οι παράλιες αποθήκες, οι στάβλοι, το σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένα.

Με την βοήθεια της Αγγλικής Αποστολής, αρχίζει το 1945 η επισκευή των εγκαταστάσεων. Κι ενώ οι ζημιές σταδιακά με πόρους από το σχέδιο Μάρσαλ, άρχισαν να αποκαθίστανται, οι ανθρώπινες απώλειες ήταν πολλές και δυστυχώς μόνιμες και μη αποκαταστάσιμες. Όταν ο Σύλλογος ξεκίνησε να ενημερώνει το μητρώο του, δεν υπήρχαν πια Εβραίοι στα μέλη του. Τα τρένα που τους παρέλαβαν από τον Παλαιό Σταθμό, το 1943, για να τους οδηγήσουν δήθεν σε κάποια καινούργια πατρίδα στην Πολωνία, τους οδήγησαν στα στρατόπεδα του Ολοκαυτώματος, απ’ όπου ελάχιστοι επέστρεψαν και πάντως μόνο ένας εκτελωνιστής, όπως προκύπτει από τα στοιχεία στο Μητρώο του Συλλόγου. Δίπλα στα ονόματα των υπολοίπων 74 εβραίων εκτελωνιστών ρίγος συγκίνησης προκαλεί μια λιτή και συγχρόνως μακάβρια σημείωση: «Διεγράφη, ακυρωθέντος του πτυχίου του από 8 Μαΐου 1947». Από το 1919 και μέχρι την εκτόπισή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι Εβραίοι εκτελωνιστές, αποτελούσαν το δυναμικότερο τμήμα του Κλάδου στη Θεσσαλονίκη και ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του και είναι θλιβερό το γεγονός ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία χάθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μαζί τους χάθηκε ένα σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, καθώς πολλοί φορτωτές, λιμενεργάτες, αχθοφόροι, αλλά και έμποροι (με τους οποίους οι εκτελωνιστές της πόλης συνεργάζονταν) ήταν επίσης Εβραίοι.

Τα χρόνια πέρασαν και το 1992 με την πλήρη ένταξη της χώρας στην ΕΕ, ο κλάδος έχασε το 80% της καθημερινής του δραστηριότητας, και για μερικούς από τα μέλη του και το 100%, αφού, πλέον, δεν απαιτούνταν διατυπώσεις για την μετακίνηση εμπορευμάτων από τις χώρες της Ευρωπαϊκής κοινότητας στην Ελλάδα και αντίστροφα.

Ο κλάδος αγωνίστηκε σκληρά και επίμονα να διατηρηθεί και νέες αγορές αναζητήθηκαν και το διαμετακομιστικό εμπόριο συνέχισε να υπάρχει με δειλά βήματα και ελάχιστες συναλλαγές.

Σήμερα, με το κλείσιμο της αιωνόβιας παρουσίας και λειτουργίας του συλλόγου, νέοι ορίζοντες ανοίγονται, αφού οι νέες τεχνολογίες, η καθιέρωση της άυλης και ηλεκτρονικής διασάφησης αντικατέστησε τους όγκους εγγράφων που απαιτούνταν και η λειτουργία του εκτελωνιστικού επαγγέλματος συνεχίζει την λειτουργία και ύπαρξή του, προασπιζόμενη το Δημόσιο συμφέρον σε συνάρτηση με την διαμεσολάβηση μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών εισαγωγέων- εμπόρων.

Στην γιορτή που έγινε για τον εορτασμό των 100 χρόνων παρουσίας του επαγγέλματος, ο πρόεδρος του Συλλόγου Γιώργος Κοσμίδης, επεσήμανε: «Η έντιμη λειτουργία του εκτελωνιστικού επαγγέλματος είναι το αναγκαίο και πολύτιμο «εργαλείο» στην διάθεση των Δημόσιων υπηρεσιών και του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου και η διατήρηση του κλάδου μας, πολύτιμη και σημαντική».

Στην εκδήλωση, όπου παρέστησαν οι αρχές της πόλης, τιμήθηκε για την συνεισφορά του στον κλάδο ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, που παραλαμβάνοντας το σχετικό αναμνηστικό, υποσχέθηκε στον ΣΕΤΑΘ, (Σύλλογος Εκτελωνιστών – Τελωνειακών Αντιπροσώπων Θεσσαλονίκης) πως θα ενεργήσει και είναι στις τελευταίες σκέψεις του, ως δήμαρχος της πόλης, η ονοματοδοσία μιας πλατείας, κείμενης κοντά στους χώρους του Λιμανιού Θεσσαλονίκης, σε Πλατεία Εκτελωνιστών, τιμώντας με τον τρόπο αυτό τους ανθρώπους που συνεχίζουν και μετά την εκατονταετία να προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίας στο εμπόριο και την κοινωνία, αλλά και τους ανθρώπους που ως επαγγελματίες Εκτελωνιστές έδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν.