Η άρνηση της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Δανίας στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της EE να στηρίξουν την άμεση έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία και την ΠΓΔΜ ήταν πολιτικά ορθολογική και αναμενόμενη.

Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν τόνιζε από καιρό ότι για τη Γαλλία προέχει η θεσμική εμβάθυνση έναντι μιας νέας διεύρυνσης. Στην πορεία κέρδισε και άλλους συμμάχους. Εύλογα, οι τρεις χώρες διαχώρισαν το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον από την τρέχουσα ευρωπαϊκή τάση για γρήγορη ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Δεν ζήτησαν ματαίωση, αλλά αναβολή για καταλληλότερο χρόνο που προσδιορίστηκε για τη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου 2019.

Πολιτικός στόχος είναι η διεύρυνση να ξεκινήσει μετά τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα διεξαχθούν τον Μάιο του 2019. Σε όλη την Ευρώπη, λαϊκίστικες, ακραίες και ξενοφοβικές δυνάμεις καραδοκούν να αυξήσουν τα εκλογικά ποσοστά τους καταγγέλλοντας την «Ευρώπη» για τα βάρη που φορτώνει στους λαούς της. Η γαλλική ηγεσία δίνει μάχη για να μειώσει τη δύναμη του λεπενικού Εθνικού Μετώπου. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αναζητούν απεγνωσμένα λύσεις για το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό ώστε να μην τροφοδοτήσει την «αντισυστημική» ψήφο. Στο ίδιο πνεύμα, προβάλλονται τα πλεονεκτήματα έναντι των μειονεκτημάτων του Βrexit και εξωραϊζεται η μετάβαση της Ελλάδας από τα Μνημόνια σε πολυετή αυστηρή επιτήρηση ως «τέλος (μετάδοσης;) του ελληνικού προγράμματος». Επομένως, η αναβολή που πέτυχαν η Γαλλία, η Ολλανδία και η Δανία ως προς τα Δυτικά Βαλκάνια ήταν μια ορθολογική επιλογή εθνικού συμφέροντος. Επεισαν τους εταίρους τους ότι είναι και ευρωπαϊκό συμφέρον. Γνωρίζοντας ότι η διαπραγμάτευση αποτελεί την πεμπτουσία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δεν εξασφάλισαν απλώς μια χρονική μετάθεση, αλλά και μετάθεση απόφασης, αφού δεν δεσμεύονται για τη στάση τους απέναντι στις «Εκθέσεις Προόδου» σε έναν χρόνο. Και μάλιστα για μια διαδικασία μακροπρόθεσμη, όπως είναι η ένταξη στην ΕΕ, σε αντίθεση με τη σχεδόν αυτόματη ένταξη στο ΝΑΤΟ όταν τα μέλη ομοφωνήσουν.

Στη Σύνοδο Κορυφής οι 28 «χαιρέτισαν τη συμφωνία των Πρεσπών ως προς το ζήτημα της ονομασίας». Είπαν έμμεσα το αυτονόητο: Η ευρωατλαντική κοινότητα έθεσε το πλαίσιο των συμφερόντων της, στα οποία περιλαμβάνεται η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Αλλά η διμερής συμφωνία που θα άνοιγε τον δρόμο είναι δουλειά της Αθήνας και των Σκοπίων. Δική τους η χρήση του χρόνου και των εργαλείων διαπραγμάτευσης. Οι ευρωπαίοι εταίροι μας θεωρούν αδιαπραγμάτευτο ότι το εθνικό συμφέρον καθοδηγεί την οποιαδήποτε λύση.

Στην Ελλάδα το εθνικό συμφέρον έμεινε αδιευκρίνιστο. Επικράτησε η πολιτική βιασύνη «να λυθεί η εκκρεμότητα» με τα Σκόπια χωρίς εθνικά ανταλλάγματα και χωρίς εσωτερική διαβούλευση. Η ανορθολογική στρατηγική κατέστησε εξαρχής προβληματική και τη συμφωνία με επίκεντρο την πρωτοφανή παραχώρηση «μακεδονικής» ταυτότητας και γλώσσας. Που δεν μεταμόρφωσε εν μια νυκτί σε «ακροδεξιούς» όσους Ελληνες διαμαρτύρονται, αλλά ανησυχεί βαθύτατα κάθε Ελληνα που ευλόγως πιστεύει ότι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ κατά κανόνα δρουν πολλαπλασιαστικά για το εθνικό συμφέρον. Φτάνει να θέλεις να τους το εξηγήσεις. Ιδιαίτερα με την αυξημένη πειθώ που προσφέρει σήμερα η αναβαθμισμένη θέση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου