Τη δεκαετία του 1990 όποια ξένη διασημότητα ερχόταν στην Ελλάδα, από την Ορνέλα Μούτι μέχρι τον Αλέν Ντελόν, υποχρεωνόταν από τους δημοσιογράφους να εκφράσει τη βεβαιότητά της για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Από τη δεκαετία του 1990 μέχρι τώρα η χώρα ξόδεψε τεράστιο πολιτικό, διπλωματικό και οικονομικό κεφάλαιο για έναν χαμένο εκ των προτέρων αγώνα με αντικείμενο τη μη αναγνώριση του γειτονικού κράτους με το όνομα Μακεδονία. Το αποτέλεσμα ήταν οδυνηρό. Εκατόν σαράντα και πλέον χώρες του κόσμου αναγνώρισαν το γειτονικό κράτος με το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας, και οι «ομόδοξες» και «αδελφικές» Σερβία και Ρωσία. H εθνική στρατηγική ηττήθηκε και η κοινωνία αυτοεπιβεβαιώθηκε ως θύμα. Αναπτύχθηκε έτσι ένας ιδιότυπος επιθετικός εθνικισμός που δημιούργησε ένα ακόμα ζήτημα ταμπού για την εγχώρια δημόσια σφαίρα και έθεσε ακόμα και υπό διωγμόν τις αντίθετες απόψεις.

Η Ελλάδα επίσης επέβαλε εμπορικό εμπάργκο στη γειτονική δημοκρατία και αρνήθηκε να συναινέσει στην είσοδό της στους δυτικούς οικονομικούς και στρατιωτικούς θεσμούς. Η συμπεριφορά αυτή όξυνε τον σλαβομακεδονικό εθνικισμό ο οποίος, εκτός από τον γκροτέσκο «εξαρχαϊσμό» του, γαλούχησε κυρίως τις νέες γενιές των κατοίκων του με την αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι ο απόλυτος εχθρός.

Σε μια ρευστή περιοχή όμως και σε μια εποχή όπου εκδηλώνονται ακόμα επιθετικοί εθνικισμοί όπως ο τουρκικός ή ο νεοαλβανικός, η Ελλάδα δεν πρέπει να δημιουργεί εχθρούς αλλά φίλους και συμμάχους. Το συμφέρον της χώρας επιτάσσει την υπέρβαση των ιδεοληψιών και των μυθευμάτων που επί δεκαετίες συσκοτίζουν το μακεδονικό ζήτημα και εμποδίζουν μια έντιμη και αμοιβαία αποδεκτή λύση. Το κύριο δε πρόβλημα είναι το όνομα παρά τα όσα λέγονται τον τελευταίο καιρό. Μια σύνθετη ονομασία, με γεωγραφικό ή άλλο προσδιορισμό, που να ισχύει έναντι όλων, είναι πρέπουσα και ικανοποιητική λύση. Ολα τα άλλα περί αλλαγής Συντάγματος, αλυτρωτισμού και γλώσσας είναι εκ του πονηρού και υποδόρια εκφράζουν την επιθυμία της μη λύσης και της διαιώνισης του ζητήματος για ιδεολογικούς και χυδαία ψηφοθηρικούς λόγους.

Δεν είναι όμως μόνο λόγοι συμφέροντος που επιβάλλουν την επίλυση του προβλήματος. Είναι και λόγοι εθνικής αξιοπρέπειας. Ενα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος και η αντίστοιχη κοινωνία του αναγνωρίζουν και σέβονται την ύπαρξη, τη συνείδηση, τον πολιτισμό και την ιστορία των άλλων. Η αναγνώριση αυτή, σταδιακά, θα επιδράσει καταλυτικά στην αποδόμηση της εγχώριας δημαγωγικής λαϊκιστικής εθνοκαπηλείας και του εμφυλιοπολεμικής καταγωγής αντιδραστικού λόγου που ανατροφοδοτούνται διαρκώς από το μακεδονικό ζήτημα. Εάν τελικά έρθει πρόταση λύσης, επιβάλλεται όλες οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις να την υπερψηφίσουν, υπερβαίνοντας τις κομματικές αντιπαλότητες και την αντι-ΣΥΡΙΖΑ λαϊκή διάθεση αλλά και τις εσωτερικές τους υπαρκτές εθνικιστικές αντιδράσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ήλθε και θα φύγει. Εκείνη που δεν πρέπει να μείνει είναι η διαμάχη με τη γειτονική χώρα. Ο «αντισκοπιανός» αγώνας τόσων δεκαετιών δεν οδήγησε πουθενά. Καιρός είναι η Ελλάδα να μην είναι μέρος του βαλκανικού προβλήματος, αλλά οδηγός για τη δημοκρατία, την ειρήνη και την ευημερία στην περιοχή.

Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός