Ευτυχώς, δεν αφορά μόνον εμάς τους Ελληνες, διαφορετικά θα είχαμε έναν λόγο παραπάνω να θρηνούμε για τα χάλια μας, χωρίς όμως η παγκοσμιότητα του φαινομένου να το κάνει λιγότερο ανώδυνο και ηθικά κατάπτυστο. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς το ενδιαφέρον για πρόσωπα όπως ο πρίγκιπας Κάρολος και η δούκισσα Καμίλα που ήρθαν τελευταία στην Ελλάδα και ένας ολόκληρος κόσμος, στο τέλος της ημέρας, ήταν εκστατικά ενημερωμένος για τις κινήσεις τους, για το πού πήγαν, ποιους είδαν, τι έφαγαν, πού περπάτησαν, σε βαθμό που αν ήταν δυνατόν να χωθούν στο υπνοδωμάτιό τους, θα έλεγες πως δεν θα χρειάζονταν τίποτε περισσότερο στη ζωή τους.

Ποια δύναμη ή ποια ανάγκη, προσωπική, εσωτερική ή κοινωνική, μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε να μην ντρέπεσαι να δείχνεις ότι ενδιαφέρεσαι για ανθρώπους που δεν θα αποκτήσεις ποτέ την ελάχιστη σχέση μαζί τους ή, και αν ερχόσουν σε επαφή μαζί τους, μόνο ενόχληση και δυσφορία θα τους προκαλούσε η παρουσία σου; Πώς δέχεται να μεταβάλλεται κανείς σε πλαίσιο για ανθρώπους που όταν σχεδίαζαν το ταξίδι τους ή τα ταξίδια τους, όσους πρόκειται να τους θαυμάσουν ή να επιδιώξουν να αγγίξουν το χέρι τους, τους έχουν υπολογίσει ως κάτι το απρόσωπο, δίχως χαρακτηριστικά, μια μάζα που μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη, και που αν συνέβαινε να κινδυνεύσουν τη στιγμή της συνάντησής τους, το υπ’ αριθμόν ένα μέλημα των πριγκίπων θα ήταν να διασωθούν αποκλειστικά οι ίδιοι, ενώ η τύχη της μάζας δεν θα τους ήταν παρά μια πληροφορία, αν φυσικά ενδιαφέρονταν να ενημερωθούν. Πώς γίνεται να είναι κανείς τόσο εθελόδουλος ώστε, υπό προοπτική, να καταργεί τον εαυτό του σαν να μην έχει υπάρξει, να μην έχει αγαπήσει και να μην τον έχουν αγαπήσει, να ανταλλάσσει μια ολόκληρη ζωή, τη ζωή του, με μια εικόνα στην οποία δεν πρόκειται να καταχωριστεί ποτέ ο ίδιος μέσα της.

Τρελαίνεσαι κυριολεκτικά όταν σκέφτεσαι πως αντίστοιχα γεγονότα, όπως η επίσκεψη ενός πρίγκιπα και μιας δούκισσας, με τον τρόπο που γίνονται γνωστά και κυρίως με το ενδιαφέρον που προκαλούν, μοιάζει να έρχονται ως απάντηση ή έστω, ακόμη χειρότερο, να στρώνουν τον δρόμο ώστε να υπάρξουν κάποια στιγμή ως αποκορύφωμα ενός ενδιαφέροντος που έδειχνε προηγουμένως προσανατολισμένο στη στέρηση, τη δυστυχία και την εξαθλίωση της ανθρωπότητας. Δεν αναρωτιέται κανείς τι μπορεί να είναι πιο δυνατό, γιατί αν κάτι είναι βέβαιο, είναι πως δεν γίνεται να συνυπάρχουν σε καμία απολύτως περίπτωση το ενδιαφέρον για τους πρίγκιπες και το ενδιαφέρον για την ανθρωπότητα. Ή αν συνυπάρξουν, θα είναι με τον τρόπο που μας έγινε γνωστός χάρη στην αλήστου μνήμης πριγκίπισσα Νταϊάνα. Να θεωρείται προστάτιδα των φτωχών παιδιών κι όταν πέθανε κι ανοίχτηκε η διαθήκη της κληροδοτούσε την τεράστια περιουσία της αποκλειστικά στα δικά της παιδιά.

Το κακό είναι πως δεν μπορείς να φανταστείς ή να πιστέψεις πως όσο «πρίγκιπας» κι αν είναι κανείς, δεν διαφέρει σε τίποτα σε σχέση με έναν ανασφαλή μικροαστό, κι όσο υπολογιστικός, συμφεροντολόγος και κρυψίνους μπορεί να είναι ο δεύτερος, το ίδιο ακριβώς ή μάλλον πολύ περισσότερο είναι ο πρώτος, αφού σε ενδεχόμενη ανατροπή των πραγμάτων είναι πολύ περισσότερα όσα έχει να διακινδυνεύσει ή να διασφαλίσει, προκειμένου να μην αλλάξει στο ελάχιστο η ζωή του, ένας πρίγκιπας από έναν μικροαστό.