Η αντιπαράθεση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας στον απόηχο της καταγγελλόμενης επιθέσεως με χημικά όπλα στον θύλακο της Ανατολικής Γούτα στη Συρία δεν έχει προηγούμενο στην πρόσφατη ιστορία. Τούτο δεν έχει μόνον να κάνει με τους ειδικούς όρους της αντιπαραθέσεως Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας στον συριακό εμφύλιο. Κυρίως έχει να κάνει με τις επιπτώσεις της πολιτικής του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Οι διαρκείς αντικαταστάσεις στενών συνεργατών και επιτελών με αποκορύφωμα την απομάκρυνση του υπουργού Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον και του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Χέρμπερτ Μακ Μάστερ έχουν μετατρέψει σε αίνιγμα την αμερικανική στρατηγική και τακτική σε όλα τα διεθνή ζητήματα. Πρωτοφανή είναι και τα συμπτώματα αποσαθρώσεως των γραφειοκρατικών δομών της αμερικανικής διπλωματίας. Μετά τις αθρόες παραιτήσεις πρέσβεων μετά την ανάληψη καθηκόντων από την κυβέρνηση Τραμπ, δεκάδες πρεσβείες των ΗΠΑ ανά την υφήλιο παραμένουν χωρίς ηγεσία, μεταξύ των οποίων και οι πρεσβείες στην Αγκυρα, το Ριάντ, τη Σεούλ, το Βερολίνο και το Κάιρο. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν βιάζεται να ορίσει αντικαταστάτες, καθώς φαίνεται να προτιμά τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής με τους στενούς του συμβούλους και όχι την ιεραρχία του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών. Τούτο καθιστά πολύ δύσκολη τη διάγνωση των επομένων αμερικανικών κινήσεων, η δε εικόνα του αμερικανού προέδρου να απειλεί μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο Twitter με πυραυλική επίθεση το καθεστώς Ασαντ και τη Ρωσία τη μία ημέρα και να ανακαλεί την επομένη προκαλεί εύλογες ανησυχίες για τη διαχειριστική επάρκεια του αμερικανού προέδρου και των συμβούλων του. Ενα θερμό επεισόδιο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας με ολέθριες συνέπειες για τη διεθνή ασφάλεια δεν μπορεί να αποκλεισθεί.

Η πρωτοφανής αυτή στρατηγική αβεβαιότης επιτείνεται με την πρόθεση της Ρωσίας να ανταγωνισθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Συρία, το μοναδικό ίσως πεδίο στο οποίο διατηρεί σοβαρά τακτικά πλεονεκτήματα. Η συρρίκνωση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους, η ανακατάληψη του Χαλεπίου και μεγάλου τμήματος της συριακής υπαίθρου από τις δυνάμεις του καθεστώτος Ασαντ δεν προκάλεσε νέο κύμα προσφύγων. Αντιθέτως ενίσχυσε την πεποίθηση ότι το καθεστώς Ασαντ αποτελεί το «μη χείρον» για τη Συρία.

Η διαφαινόμενη επιβίωση του καθεστώτος Ασαντ αποτελεί μια πραγματικότητα στην οποία φαίνεται να προσαρμόζεται και η τουρκική πολιτική στη Συρία. Η έμφαση στον αντικουρδικό χαρακτήρα της τουρκικής εισβολής στη Συρία συνδέεται αφενός με την υποταγή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στις ανάγκες της εσωτερικής πολιτικής αντιπαραθέσεως, αφετέρου λειτουργεί και ως υπόμνηση των προοπτικών συνεργασίας Τουρκίας και καθεστώτος Ασαντ εναντίον των Κούρδων και των αμερικανών πατρώνων τους. Η επιτυχία στην Αφρίν ήλθε ταχύτερα και ευκολότερα από ό,τι ανέμεναν ίσως και οι τούρκοι επιτελείς, δεδομένης της αποφάσεως των κουρδικών δυνάμεων να υποχωρήσουν συντεταγμένα και να μην υπερασπισθούν την περικυκλωμένη πόλη. Ωστόσο, δεδομένου και του ότι η χώρα εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο, ανεξαρτήτως του αν οι εκλογές λάβουν χώρα τον Νοέμβριο του 2019 ή νωρίτερα, είναι εύλογο να αναμένει κανείς νέες ριψοκίνδυνες πρωτοβουλίες. Οι διαρκώς μεταβαλλόμενες στρατηγικές ισορροπίες στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών, Ρωσίας και Τουρκίας αποτελούν πλέον παράγοντα κινδύνου πολύ πέραν των συνόρων της Συρίας.

Ο Ιωάννης Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ