Μερικά πράγματα, επί της ουσίας, έχουν μικρή σημασία. Είτε συμβαίνουν είτε δεν συμβαίνουν, είτε συμβαίνουν έτσι όπως συμβαίνουν είτε γίνονταν διαφορετικά, η απήχησή τους είναι μικρή. Ωστόσο, ο συμβολισμός τους και οι συμπαραδηλώσεις τους έχουν μεγάλη σημασία. Γι’ αυτό επιτρέψτε μου σήμερα να ασχοληθώ με μια επουσιώδη λεπτομέρεια του δημόσιου βίου μας –με την οποία έχω ξαναασχοληθεί στο παρελθόν, αλλά όχι με αυτή την ένταση. Επιτρέψτε μου να ασχοληθώ, λοιπόν, με ένα θέμα κυρίως συμβολισμών, με την έκθεση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων την αφιερωμένη στον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη με γενικό τίτλο «Το θέμα είναι τώρα τι λες», η οποία εγκαινιάστηκε από τον Νίκο Βούτση.

Τι συνάγει κανείς περιδιαβάζοντας τον χώρο της έκθεσης; Οτι αλίμονο στους καλλιτέχνες όταν πέφτουν στα νύχια ενός καθεστώτος –ή, για να ακριβολογώ, μιας καθεστωτικής αντίληψης των πραγμάτων. Αλίμονό τους, επειδή στην πορεία η ζωή τους και η δουλειά τους δεν τους ανήκει, ούτε ανήκει στους αναλυτές της τέχνης τους, στους εξειδικευμένους μελετητές τους, σε όσους τους έχουν ζήσει και έχουν πορευθεί μαζί τους –δεν λέω στο νόημα που κατά περιόδους οι ίδιοι έδιναν στο έργο τους και στη ζωή τους, επειδή ουδείς μπορεί με ασφάλεια να διαγνώσει ένα τέτοιο νόημα.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν ένας τέτοιος ποιητής. Αδιαμφισβήτητα, έζησε τη μεταπολεμική περίοδο, την περίοδο ήττας της Αριστεράς, αλλά μολονότι θεωρήθηκε ο κορμός αυτού που αποκλήθηκε «ποίηση της ήττας», ουδέποτε δέχτηκε να αποτελέσει τον εκφραστή καμιάς αλήθειας για τα πράγματα της Αριστεράς. Αργότερα, υπήρξε μέλος της ανανεωτικής Αριστεράς, του ΚΚΕ εσωτερικού, έγραψε στα κομματικά φύλλα. Πάντα όμως ήταν ανεξάρτητος και, επίσης όσο ζούσε ουδέποτε επέτρεψε στο κόμμα να τον προσοικειωθεί, έστω ως τη φωνή του σκεπτικισμού και της πίκρας για τις εξελίξεις στο αριστερό κίνημα. Ο Αναγνωστάκης δεν έγινε ο Ρίτσος του ΚΚΕ εσωτερικού. Η κομματική γραμμή συχνά τον απωθούσε και στην πορεία προτιμούσε να ιδιωτεύει, ασχολούμενος με την μπάλα, τα λογοτεχνικά περιοδικά, την περιπέτεια των ελληνικών γραμμάτων σε συνάφεια με τους λίγους φίλους του.

Οι φίλοι του αυτοί απουσιάζουν από το αφιέρωμα της Βουλής. Ευνόητο. Αδυνατούν να εντάξουν το νόημα του έργου του στο ηρωικό αφήγημα που ετοίμασαν οι επιμελητές της έκθεσης. Ο τίτλος του «ακέραιου» πολίτη και του ηθικού παραδείγματος, που επιχειρήθηκε από ομιλητές να του αποδοθεί, παραπέμπει στο (μεταφυσικό) δήθεν «ηθικό πλεονέκτημα» που μόνο η Αριστερά κομίζει.

Αλλά ο Αναγνωστάκης δεν ήταν ένας ηθικολόγος του αριστερού φρονήματος. Το αντίθετο. Υπήρξε ένας βαθύτατα κουρασμένος και απογοητευμένος άνθρωπος από την πομπώδη έκφραση της ιδεολογίας και από ό,τι έκρυβε πίσω της. Γι’ αυτό, άλλωστε, το έργο του στοιχειώνουν στίχοι όπως «Στα ψέματα παίζαμε», «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν, / τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα», «(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, / Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας)».

Πολύ φοβάμαι ότι οι στίχοι αυτοί στοιχειώνουν και την ιδεολογία που προσπαθεί να τον εργαλειοποιήσει.