Την άλλη μέρα ήμουν με τον Μακάριο και του λέω: «Γνώρισα τον Σαμψών. Εμαθα ότι αυτός έχει τον στρατό, αλλά τρόμαξα, γιατί αυτός είναι τουρκοφάγος. Μου είπε να πάω να φάω έναν Τούρκο, μετά μου έδειξε τα «ανδραγαθήματά» του. Τι είναι αυτά; Πού πάμε;». «Δυστυχώς», μου λέει ο Μακάριος, «είμεθα τελείως απροστάτευτοι. Από την άλλη μεριά οι Τούρκοι οπλίζονται, ενώ εμείς δεν έχουμε κανέναν. Αυτός είναι ο μόνος ο οποίος μας προστατεύει, τι να κάνουμε; Γυρεύουμε άμυνα… Kάποια φορά περνούσαν συνεχώς οι Τούρκοι από πάνω μας με αεριωθούμενα και μόνο που τους έβλεπες να περνάνε τόσο χαμηλά πάγωνε η καρδιά σου. Εβγαινε ο κόσμος στους δρόμους και φώναζε: «Τι θα κάνουμε;». Ηταν φοβερό. Πήρα τότε στο τηλέφωνο τον πρόεδρο Παπανδρέου και του λέω: «Σας παρακαλώ πολύ, εδώ έχουμε αυτές τις προκλήσεις των Τούρκων, κατεβαίνουν τα αεροπλάνα και μας κάνουν πόλεμο νεύρων. Στείλτε μας και εσείς δυο τρία αεροπλάνα ελληνικά για να αναθαρρήσει εδώ πέρα ο ελληνισμός». Και τι μου λέει ο Παπανδρέου; «Θα ήθελα πάρα πολύ, αλλά τα κλειδιά όπου φυλάσσονται τα καύσιμα των αεροπλάνων τα κρατάνε οι Αμερικανοί, δεν μπορώ να σας στείλω αεροπλάνο»! Με τα παρακάλια μου, έστειλε τελικά ένα εκπαιδευτικό, εμφανίστηκε το εκπαιδευτικό και βγήκαμε όλοι στους δρόμους… είχε τα χρώματα της Ελλάδας και πανηγυρίζαμε. Ξαφνικά όμως εμφανίζονται τα τουρκικά αεριωθούμενα και πέρασαν δέκα μέτρα πάνω του και αυτό διαλύθηκε στον αέρα. Αυτή είναι η κατάσταση. μόνο ο Σαμψών μάς μένει, αυτόν έχουμε». Αυτά ήταν τα λόγια που μου είπε με μεγάλη αγωνία ο Μακάριος.