Το φανταζόμουν ότι κάπως έτσι θα γινόταν αλλά είχα την ελπίδα ότι θα διαψευστώ. Οτι όλοι αυτοί που ήταν στα κάγκελα ζητώντας πίσω την αξιοπρέπειά τους (λες και μπορεί να σου πάρει ή να σου δώσει αξιοπρέπεια κάποιος άλλος, πέρα από τον ίδιο σου τον εαυτό) το εννοούσαν πραγματικά. Και ότι πίσω από τις περήφανες αξιακές έννοιες δεν έπαιζε κρυφτούλι το βολεματάκι –ούτε καν το βόλεμα. Ηθελα να πιστεύω ότι ο, έστω και καθημαγμένος από την οικονομική κρίση, πολίτης αυτής της χώρας είχε αφήσει προ πολλού πίσω του τον συμβιβασμό με τη συρρίκνωση της ανάγκης και, πολύ περισσότερο, της προοπτικής. Οτι στενευόταν στα όρια μιας «χαμοζωής» και μιας δουλίτσας που θα του εξασφάλιζε ίσα ίσα έναν μισθουλάκο για να μπορεί να βάζει λαδάκι και ριγανίτσα στη φέτα του όπως ο Θάνος Γιαννούζης στην «Αστροφεγγιά» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου.

Πολύ αισιόδοξη ήμουν. Μαθαίνω από έρευνες και ρεπορτάζ ότι είναι πάρα πολλοί αυτοί που, αποθαρρυμένοι από τις υψηλές εισφορές και τη φορομπηχτική πολιτική ακόμη και στα πολύ χαμηλά εισοδήματα, προτιμούν να μείνουν άνεργοι ή μισθολογικά στάσιμοι στη δουλειά τους παρά να χάσουν τα επιδόματα της φτώχειας. Οτι, για παράδειγμα, μία αύξηση μισθού της τάξεως του 15% –που σημαίνει αναγνώριση της δουλειάς τους ή προαγωγή –τους πετάει έξω από τα επιδόματα κι αυτό μπορεί να σημαίνει μερικά ευρώ λιγότερα στο ετήσιο εισόδημα. Ψαλίδι στις φιλοδοξίες, τσεκούρι στα όνειρα και εγκλωβισμός στο δίευρο. Φάρμακο ως προσωρινό παυσίπονο το επίδομα αλλά φαρμάκι ως εξέλιξη και παράδειγμα ζωής. Τέτοιους πολίτες όμως φαίνεται ότι θέλει αυτή η κυβέρνηση. Τόσο απελπισμένους ώστε να μη μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στον ταπεινό και τον ταπεινωμένο.