Πολλά έχουν γραφτεί για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, με τον θάνατο του οποίου έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος στην ελληνική ιστορία, κυρίως τη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική ιστορία του τόπου. Μεταξύ των άλλων πλευρών του αποθανόντος, όπως η βαθιά πίστη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, τον φιλελευθερισμό του Κέντρου, τη συναινετική προσέγγιση της πολιτικής, τη ρεαλιστική, ορθολογική του προσέγγιση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής (ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας – ΠΓΔΜ κ.ά.), ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν βαθύτατα φιλευρωπαϊστής, πεπεισμένος οπαδός της ομοσπονδιακής συγκρότησης της Ευρώπης με την Ελλάδα ως μέλος της. Είχα προσωπικά την ευκαιρία να διαπιστώσω τον βαθύτατο φιλευρωπαϊσμό του όταν ως πρεσβευτής – σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) τον συνόδευσα σε όλα τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια (διασκέψεις κορυφής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης), στα οποία συμμετείχε ως πρωθυπουργός την περίοδο 1990-1993. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μαζί με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και βεβαίως τον Κώστα Σημίτη υπήρξαν οι τρεις κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες που συνέβαλαν και διαμόρφωσαν καθοριστικά τη σχέση και θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και ένταση των πεποιθήσεών του.

Η πρωθυπουργία Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993) συνέπεσε με μία από τις σημαντικότερες διαπραγματεύσεις στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη διαπραγμάτευση για τη σύνταξη της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση ή, όπως είναι ευρύτερα γνωστή, τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Είναι, ως γνωστόν, η Συνθήκη η οποία δημιούργησε το θεσμικό, νομικό πλαίσιο για την εγκαθίδρυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) αλλά και η Συνθήκη που ίδρυσε την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΚΕΠΠΑ). Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε ιδιαίτερα υψηλό ενδιαφέρον και για τα δύο θέματα, ΟΝΕ και ΚΕΠΠΑ. Για το πρώτο θέμα (ΟΝΕ) είχε ως βασικό σύμβουλο τον υπουργό Οικονομικών Τίμο Χριστοδούλου, ενώ για το δεύτερο τον υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε ισχυρή προσωπική άποψη και για τα δύο. Θέλω εδώ να αποκαλύψω μια ιδιαίτερη θέση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για τη συγκρότηση της ΟΝΕ και ιδιαίτερα για τα διαβόητα «κριτήρια της Συνθήκης» («κριτήρια Μάαστριχτ») για την είσοδο μιας χώρας στην ΟΝΕ. Τα κριτήρια αυτά προτάθηκε να συγκροτηθούν από το ύψος του ελλείμματος στον προϋπολογισμό (3% ΑΕΠ), το ύψος του χρέους (60% ΑΕΠ), τον πληθωρισμό, τα επιτόκια και τη νομισματική σταθερότητα (συμμετοχή στον Ευρωπαϊκό Συναλλαγματικό Μηχανισμό, ΕΣΜ, για δύο χρόνια κ.λπ.). Πρόκειται για τα ονομαστικά λεγόμενα κριτήρια, τα οποία και τελικώς έγιναν αποδεκτά στη Συνθήκη.

Ωστόσο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μάαστριχτ (9-10 Δεκεμβρίου 1991), στο οποίο έγινε και η τελική διαπραγμάτευση και συμφωνήθηκε η ομώνυμη Συνθήκη, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στα σημεία παρέμβασής του που είχαν προ-προετοιμασθεί πάνω στο θέμα συμπλήρωσε ιδιοχείρως ότι τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να διευρυνθούν και να συμπεριλάβουν ορισμένα άλλα, πραγματικά διαρθρωτικά κριτήρια, όπως το επίπεδο ανάπτυξης, ανεργίας, ανταγωνιστικότητας μιας χώρας. Ηταν μια πρωτοποριακή πρόταση προς μια άλλη λογική, που όμως δεν έγινε αποδεκτή από το Συμβούλιο. Εάν είχε γίνει, ίσως η ευρωζώνη να μην είχε οδηγηθεί στην κρίση στην οποία τελικά έφθασε. Βεβαίως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε τονίσει τότε ότι αν και προτείνει τα κριτήρια αυτά, στηρίζει απόλυτα την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης της ΟΝΕ για οικονομικούς αλλά πρωτίστως πολιτικούς λόγους, ως προϋπόθεση για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Και βεβαίως με την Ελλάδα ως μέλος του συστήματος. Την πρόταση Μητσοτάκη απέρριψε, μεταξύ άλλων, «μετά πολλών επαίνων» η Γερμανία. Και είναι γνωστοί οι στενοί δεσμοί του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τη Γερμανία. Ηταν η χώρα που για ευνόητους λόγους κατανοούσε βαθύτερα –νομίζω -, ενώ είχε σοβαρές επιφυλάξεις για τον ρόλο του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Τον Δεκέμβριο του 1992, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έγινε στο Εδιμβούργο υπό τη βρετανική προεδρία, ένα από τα κύρια θέματα ήταν η επεξεργασία ενός συμβιβασμού που θα επέτρεπε στη Δανία να οργανώσει ένα νέο δημοψήφισμα για την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η Δανία είχε τον Ιούνιο του 1992 απορρίψει σε δημοψήφισμα την επικύρωση της Συνθήκης. Επρεπε συνεπώς να βρεθεί μια φόρμουλα για τη διεξαγωγή δεύτερου (θετικού) δημοψηφίσματος γιατί σε διαφορετική περίπτωση η Συνθήκη «θα πήγαινε άκλαυτη». Ως χειριστής του θέματος από ελληνικής πλευράς, είπα στον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ότι θα πρέπει να κάνουμε ορισμένες ουσιαστικές παραχωρήσεις γιατί σε διαφορετική περίπτωση «ή η Συνθήκη θα παραμείνει στο ράφι ή η Δανία θα αποχωρήσει από την Ενωση…». «Μην ανησυχείς», μου είπε, «η Δανία δεν πρόκειται να αποχωρήσει. Η Βρετανία φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα αποχωρήσει»! Αυτά είκοσι πέντε χρόνια πριν από το Brexit.

Διορατικός. Εβλεπε μπροστά όπως όλοι οι μεγάλοι. Αλλά, ως γνωστόν, «οι μεγάλοι άνθρωποι διαπράττουν και μεγάλα λάθη»…